Log In
06/12/2021

Τσικλιντάν

(Θέατρο)

της Στέλλας Βογιατζόγλου

και

Χριστίνας Χατζηβασιλείου

Εκδόσεις Κέδρος, 2006, σελίδες: 120


Η Θεσσαλονικιά Στέλλα Βογιατζόγλου έχει γράψει λογοτεχνία και θέατρο που βασιζόταν σε προσωπικά βιώματα. Σε σχετικά μικρή ηλικία προσβλήθηκε από καρκίνο μαστού. Ένα από τα τελευταία πονήματά της, σαφέστατα επηρεασμένο από την προσωπική της περιπέτεια, ήταν το θεατρικό έργο “Τσικλιντάν”. Το έργο -που το έγραψε σε συνεργασία με την κόρη της-  έχει τιμηθεί το 2002 από το Υπουργείο Πολιτισμού με το Κρατικό Βραβείο θεατρικού έργου.

Τσικλιντάν είναι ο ήχος του κλειδιού που γυρίζει στην κλειδαριά. Αλλά είναι και παλιό κοριτσίστικο παιγνίδι που αντηχούσε ως λέξη-κωδικός, όταν το κάθε παιδί κλειδωνόταν-ξεκλειδωνόταν στο δικό του χώρο. Το έργο διαδραματίζεται σε «ένα χώρο μαγικό, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν» και που παραπέμπει πότε σε παιδικά δωμάτια, πότε σε θαλάμους και διαδρόμους νοσοκομείου. Πρωταγωνιστές του έργου είναι μόνο γυναίκες. Οι περισσότερες πάσχουν από καρκίνο, υποφέρουν από την παρουσία της νόσου και την απειλή του θανάτου. Η υπαρξιακή αγωνία, χωρίς να καταγράφεται, υποδηλώνεται εμφατικά σε όλο το κείμενο. Οι γυναίκες, μέσα στην τραγωδία που βιώνουν, ψάχνουν το μαγικό κλειδί (τσικλιντάν) που θα τις λυτρώσει. Τις ανοίγει το δρόμο του παρελθόντος, στο μαγικό κόσμο της παιδικής αθωότητας, τότε που τα όνειρα ήταν λουλουδιασμένα, τα σώματα έθαλλαν από υγεία και δίψα για αγάπη και ερωτικό σκίρτημα, που η αγκαλιά της μάνας μοσχομύριζε στοργή, θαλπωρή, ασφάλεια. «Κοίτα με! Θα κλείσω τα μάτια, θα πω τσικλιντάν, μέσα στη μαγική μου κρυψώνα γίνεται ό,τι θέλω!», αναφωνεί με λαχτάρα η Μαίρη. Στις εικοσιέξι εικόνες του έργου δέκα γυναίκες μπαινοβγαίνουν στη σκηνή, σε διαφορετικές εποχές, διαφορετικές ηλικίες, σε θαλάμους και διαδρόμους νοσοκομείου και σε παιδικά δωμάτια κουβαλώντας μνήμες, ανικανοποίητες επιθυμίες, απραγματοποίητα όνειρα, στενοχώριες, πάθη, λάθη, καρκίνους, αγωνίες. Οι άντρες είναι σωματικά απόντες, αλλά μέσα από τις συζητήσεις των γυναικών ζωντανεύουν ο καθένας με τον χαρακτήρα, το ήθος και το χρώμα της σχέσης που είχαν με τις γυναίκες. Στα παιδικά/εφηβικά χρόνια βασιλεύουν οι δυσκολίες, οι στερήσεις, οι ανέχειες που εξαχνίζονται από την ανεμελιά, την αθωότητα, τη φρεσκάδα, την ανεκτίμητη αξία απλών δώρων. Η μνήμη διασώζει το όνειρο. Οι στενόχωρες σκηνές του νοσοκομείου, με τον καρκίνο να καίει ψυχές και σώματα, διαδραματίζονται συμβολικά τη Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών. Οι διάλογοι δίνονται ανάμεσα σε ψαλμούς και τροπάρια, αναδεικνύοντας την ιερότητα της περιπέτειας και την ανάγκη της πίστης, που όμως δεν είναι εύκολο να καταπραΰνει την πληγή της υπαρξιακής αγωνίας. Λέει η Δόμνα εν μέσω ψαλμωδιών του Επιταφίου που περνάει από το νοσοκομείο: «Σιγησάτω πάσα σαρξ. Η πίστη, μόνο η πίστη. Η πίστη είναι, Κύριε, η μόνη προίκα στον άνθρωπο. Έχω τον Χριστό μέσα μου και μου αφαιρεί τον φόβο, έχω τον Χριστό μέσα μου και μου αφαιρεί τον… (με σπασμένη φωνή από κλάμα). Αλλά φοβάμαι Κύριε. Φοβάμαι πολύ το θάνατο και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Δεν ξέρω Κύριε, τι είναι ψυχή. Υπάρχει;»

Η λέξη τσικλιντάν γίνεται ένα με την νοσταλγία, την αγάπη για τη ζωή, την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να αναζητάει το όνειρο, γεγονός που μεγεθύνεται όταν στις ζωές των ανθρώπων εισβάλλει η αρρώστια, η απειλή, η απώλεια αγαπημένων προσώπων. Η συγγραφέας με μαεστρία και χρησιμοποιώντας αφαιρετικά στοιχεία βάζει να βαδίζουν παράλληλα στο χωρόχρονο οι μοίρες των ανθρώπων και η μοίρα του τόπου. «Παίζει» συνεχώς με την απουσία: απουσία γυναικών -που πέθαναν, αλλά που είναι συνεχώς παρούσες, απουσία ανδρών – οι οποίοι λείπουν τις ώρες που οι γυναίκες τους χρειάζονται, απουσία ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Παρών μόνο ο καρκίνος με τις χημειοθεραπείες, τις μαστεκτομές, την απελπισία, την ταπείνωση. Και αντίδοτο στην αρρώστια, στη φθορά και την ήττα του σώματος η μνήμη, η νοσταλγία, η αγκαλιά, το όνειρο. Ρωτάει η Μαίρη την (πεθαμένη από καρκίνο) μητέρα της: «…Μαμά, τί γίνεται όταν πεθάνεις; Φοβάμαι, μαμά, θέλω να με κανακέψεις όπως μικρή, να μου φιλήσεις την πληγή να γειάνει. Τα μαλλιά μου δε θα μου τα πάρουν, όπως τα δικά σου, ε; Τα μαλλάκια σου… Τι ώρα είναι; Μέρα; Τετάρτη; Τρίτη; Μεγάλη Τρίτη… Το στήθος μου; Μόνο γάζες νιώθω… Το στήθος μου…»

Τσικλιντάν και ανθίζει η μνήμη. Τσικλιντάν και ζωντανεύουν οι νεκροί. Τσικλιντάν και αναθεωρούνται στάσεις ζωής. Τσικλιντάν και μετανιώνεις για λάθη. Τσικλιντάν και μαλακώνει ο πόνος. Το παιχνίδι της ζωής θέλει κωδικούς για να ξεκλειδώσει τα μυστικά του, γλυκά ή πικρά.

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML