Log In
07/07/2022

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ Νόμος περί τέκνων

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Νόμος περί τέκνων

Του Ίαν Μακγιούαν

Μετάφραση: Κατερίνα Σχοινά

Εκδόσεις Πατάκη, 2014, σελίδες 272

Το μυθιστόρημα “Νόμος περί τέκνων” του Βρετανού Ίαν Μαγκιούαν είναι ένα πολυεπίπεδο έργο, στο οποίο με έντεχνο τρόπο διαπλέκονται προσωπικές ιστορίες, νομικά διλήμματα, ηθικά αδιέξοδα, ερωτικές απογοητεύσεις με φόντο μια νομικό και ένα νέο που πάσχει από λευχαιμία. Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστεί η Φιόνα Μέι, δικαστίνα με εξέχουσα θέση στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου και στο Τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων, όπου αντιμετωπίζει καθημερινά πλήθος δύσκολων οικογενειακών αντιμαχιών, ειδικών εκκλήσεων και διεκδικήσεων σε υποθέσεις ανηλίκων. Η ιδιαίτερη δυσκολία της δουλειάς της ήταν η μέριμνα για το συμφέρον ανηλίκων σε υποθέσεις που υπήρχαν ενδοοικογενειακές ή άλλες διαφωνίες και διεκδικήσεις. Εν μέσω συγκρούσεων υποστήριζε -μέσα στα πλαίσια των διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου- το συμφέρον των παιδιών. Και για να γίνει αυτό θα έπρεπε να σταθμίσει και να υπερβεί κοινωνικές αγκυλώσεις, θρησκευτικούς δογματισμούς, ηθικά αδιέξοδα, ιατρικά διλήμματα, οικονομικά συμφέροντα, κτλ. Για όλα αυτά, πίστευε ότι εκπροσωπούσε τη φωνή της λογικής.

Η Φιόνα Μέι έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο δικαστικό κόσμο της Βρετανίας. Έφερε εις πέρας με επιτυχία υποθέσεις μερικές από τις οποίες είχαν πάρει τεράστια δημοσιότητα και είχαν συνταράξει την κοινή γνώμη, όπως επί παραδείγματι η διαχείριση της υπόθεσης σιαμαίων νεογνών που θα έπρεπε είτε να απαγορεύσει οποιαδήποτε ιατρική παρέμβαση σύμφωνα με την επιθυμία των γονιών, γεγονός που θα προκαλούσε τον θάνατο και των δύο νεογνών, είτε να επιτρέψει με την απόφασή της να ζήσει το ένα από τα δύο. Οι δικαστές συνάδελφοί της επαινούσαν την Φιόνα για τις νομικές της αρετές.

Όμως, η 60χρονη επιτυχημένη, διάσημη δικαστίνα, που σαν θεός έκρινε τη ζωή άλλων ανθρώπων και οικογενειών, δεν μπορούσε να ορίσει την δική της μοίρα. Ο επί πολλών ετών σύζυγός της, 56 ετών πια, αποφάσισε λίγο προ του επικειμένου γήρατος, να εγκαταλείψει την συζυγική εστία προς αναζήτηση -της πιθανά τελευταίας στην ζωή του- ερωτικής εμπειρίας. Η αποχώρηση του συζύγου από το σπίτι, στο οποίο βιώθηκε μια ζωή γεμάτη όμορφες μνήμες δημιούργησε στην Φιόνα τρομερή αναστάτωση και θλίψη. Χωρίς παιδιά, στην κορυφή της καριέρας της, εν μέσω πιεστικών υποθέσεων έπρεπε να διαχειριστεί την δική της προσωπική κατάρρευση. Ο χείμαρρος πικρίας, οργής, τάσης εκδικητικότητας που την πλημμύρισε δεν την επέτρεπε να κουμαντάρει τη ζωή της. Εν μέσω αυτής της καταιγίδας προέκυψε μια δύσκολη δικαστική υπόθεση. Ένας νέος 18 ετών, τρεις μήνες πριν την ενηλικίωσή του, νοσηλευόταν σε Νοσοκομείο του Λονδίνου με βαρύτατη αναιμία που απειλούσε την ζωή του, απότοκος των χημειοθεραπειών στις οποίες υποβαλλόταν. Οι γονείς του και ο ίδιος ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά και αρνιόταν κατηγορηματικά τις μεταγγίσεις. Το Νοσοκομείο προχώρησε σε αγωγή με την οποία ζητούσε άμεση παρέμβαση της Δικαιοσύνης ώστε να επιτραπούν οι μεταγγίσεις, με το δεδομένο ότι ο ασθενής είχε σαφές προσδόκιμο επιβίωσης αν συνέχιζε τις θεραπείες του, ενώ υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να καταλήξει από την τοξικότητα των κυτταροστατικών, αν δεν γινόταν οι μεταγγίσεις αίματος. Οι γονείς χειριζόταν την όλη υπόθεση με το πρίσμα της θρησκευτικής πίστης τους. Πίστευαν ότι ο Θεός είχε τιμωρήσει τον γιο τους Άνταμ με λευχαιμία και οι ίδιοι αντιμετώπιζαν την υπέρτατη δοκιμασία της πίστης τους, επιτρέποντας τον γιό τους να γίνει μάρτυρας. Η υπόθεση είχε επείγοντα χαρακτήρα. Η Φιόνα Μέι έπρεπε να δώσει άμεση απόφαση, πριν προκύψει το μοιραίο στον ασθενή. Πήρε την τολμηρή πρωτοβουλία και αυθημερόν επισκέφτηκε τον νεαρό ασθενή στο Νοσοκομείο, για να αποκτήσει προσωπική εμπειρία για την κατάσταση και την προσωπικότητά του. Η συνάντηση ήταν καταλυτική. Γνώρισε τον Άνταμ, έναν όμορφο και ώριμο έφηβο, με αποκρυσταλλωμένη άποψη για το τί είχε και πού θα κατέληγε η άρνησή του για παροχή ιατρικής βοήθειας. Ήταν ένας νέος γεμάτος ενδιαφέροντα για την ποίηση, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την μουσική. Απάγγελε ποιήματα, έπαιζε το βιολί του και τραγουδούσε τραγούδια γεμάτος ζωή και νειάτα, παρά τη βαρύτητα της κατάστασής του. Κανείς από το προσωπικό της Κλινικής δεν αμφισβητούσε την εξυπνάδα του, την εξαιρετική χρήση της γλώσσας, την περιέργεια και το πάθος του για διάβασμα. Ήταν ένα ξεχωριστό παιδί. Η συνάντηση ξέφυγε από τον υπηρεσιακό της χαρακτήρα και καθώς και στους δύο συνέτρεχαν συγκλονιστικά γεγονότα που σύνθλιβαν τη ζωή τους, έγινε ευκαιρία να συντονιστούν και να υπάρξει αμοιβαία συγκίνηση. Μικτής φύσεως συναισθήματα κυρίεψαν τους δύο συνομιλητές, δημιουργώντας μια ζεστή ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Υπήρξαν στιγμές που φάνηκε η αμοιβαία διάθεση προσέγγισης. Ο νέος ασθενής υπερασπιζόταν την πίστη του, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει στη θυσία αρνούμενος κάθε ιατρική βοήθεια και αφοσιωμένος στην πίστη των αγαπημένων του και στο θέλημα των γονιών του που μετέφραζε σε θέλημα Θεού. Απέναντι, η δικαστίνα με ειλικρινές ενδιαφέρον και στοργή προσπαθούσε να του περιγράψει τραγικές καταστάσεις του άμεσου μέλλοντος που επρόκειτο να ζωντανέψουν αν δεν αποδεχόταν την ιατρική υποστήριξη. Η συζήτηση ζωήρεψε όταν προσωπικά θέματα μπήκαν στη συζήτηση και η οικειότητα απλώθηκε ανάμεσά τους. Της διάβαζε δικά του ποιήματα και η Φιόνα του υπενθύμιζε ότι το μέλλον είναι δικό του. Χιλιάδες σκέψεις και συνειρμοί που αφορούσαν και την δική της προσωπική τραγωδία περνούσαν από το μυαλό της. Στο τέλος “…άφησε για λίγο το χέρι της πάνω στο στενό κρύο καρπό του και μετά, μη θέλοντας ν’ ακούσει άλλη μια διαμαρτυρία ή έκκληση από πλευράς του, κατευθύνθηκε προς την πόρτα χωρίς να κοιτάξει πίσω της και αγνόησε την ερώτηση που φώναξε αδύναμα στο κατόπι της: “Θα ξανάρθετε;

Η δικαστίνα τελικά αποφάσισε να επιτρέψει στους θεράποντες να μεταγγίσουν τον έφηβο ασθενή μάρτυρα του Ιεχωβά και να τον σώσουν. Έγινε η μετάγγιση, συμπληρώθηκε η αντινεοπλασματική θεραπεία, όλοι έκλαιγαν από χαρά. Ο νέος ιάθηκε από την λευχαιμία, συνέχισε τη ζωή του δοξολογώντας τον Θεό για την χαρά της ζωής, απαλλαγμένος από ενοχές, αφού η απόφαση για τις μεταγγίσεις δεν ήταν δική του, αλλά του άθεου κράτους!

Οι μέρες κύλησαν, η Φιόνα συνέχιζε τον μοναχικό, πικρό δρόμο της προσπαθώντας να βρει τις εσωτερικές της ισορροπίες. Μέσα στην ψυχή όμως του νέου φαινόταν ότι ωρίμαζαν έντονα συναισθήματα ευγνωμοσύνης και αγάπης. Ο υγιής ενήλικος πια Άνταμ, αναγνώρισε την ευεργεσία. Είχε πλέον αδήριτη την ανάγκη να θέλει να βρίσκεται κοντά στην ευεργέτιδά του, να της στέλνει επιστολές και να κυνηγάει να την συναντήσει με τις πιο αντίξοες συνθήκες για να είναι κοντά της. Οι εκδηλώσεις αγάπης του νέου μετατράπηκαν σε ερωτική διάθεση απέναντι στη σωτήρα του. Ήθελε να της εξομολογείται τα πάντα γύρω από την ζωή του μετά την σωτήρια για αυτόν απόφασή της. Αποστάτησε από την θρησκευτική κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά. Ακολούθησαν τρομεροί καυγάδες μέσα στην οικογένεια. Ήθελε να είναι κοντά της.  “…Ένιωθα την ανάγκη να σας μιλήσω, ένιωθα την ανάγκη να ακούσω την ήρεμη φωνή σας. Νιώθω ότι με βοηθήσατε να πλησιάσω κάτι άλλο, κάτι αληθινά όμορφο και βαθύ, όμως στ’ αλήθεια δεν ξέρω τί είναι αυτό. Ποτέ δεν μου είπατε σε τί πιστεύετε, όμως μου άρεσε πολύ που ήρθατε, καθίσατε κοντά μου και τραγουδήσατε μαζί μου… Αν δεν ήσασταν εσείς, δε θα ήμουν τίποτα, θα ήμουν νεκρός! Ονειρεύομαι τους δυό μας, αφήνομαι σε απίθανες θαυμάσιες φαντασιώσεις, όπως ότι πηγαίνουμε μαζί ένα ταξίδι ανά τον κόσμο με πλοίο και έχουμε διπλανές καμπίνες και περπατάμε πάνω κάτω στο κατάστρωμα συζητώντας όλη μέρα”. Γκρεμίστηκε η πίστη του στο δόγμα που παλαιότερα απαιτούσε από αυτόν να γίνει μάρτυρας. Εγκατέλειψε την Βίβλο, εγκατέλειψε τον Θεό που πίστευε και τους γονείς που τον ήθελαν μάρτυρα. Μετάνιωσε για κάθε τι που είχε κάνει για την πίστη του. “…Κοιτάξτε, δεν είμαι πια το ίδιο πρόσωπο. Όταν ήρθατε να με δείτε, πραγματικά ήμουν έτοιμος να πεθάνω. Είναι εκπληκτικό που ένας άνθρωπος σαν εσάς θέλησε να σπαταλήσει τον χρόνο του για χάρη μου. Τί ηλίθιος που ήμουν!” Και αλλού: “Η θρησκεία των γονιών μου ήταν δηλητήριο κι εσείς το αντίδοτο…”

Η δικαστίνα ήταν τελικά το μόνο πρόσωπο που τον είχε πλησιάσει με γνησιότητα, ενδιαφέρθηκε με έναν τρυφερό τρόπο για την ζωή του, εκτίμησε τα ενδιαφέροντά του, πόνεσε για τις παράδοξες πεποιθήσεις του και τις επιρροές των δογματικών γονιών του, του έδειξε το μέλλον του και με την δικαστική απόφασή της του χάρισε τη ζωή. Κι αυτή η προσφορά της Φιόνας Μέι και η στοργική της προσέγγιση μέσα από νομικές διαδιακασίες, πότισε την αγάπη και την ερωτική διάθεση του νεαρού Άνταμ για αυτήν.

Η δικαστίνα, στο ερωτικό πλησίασμα του νέου έμεινε ψυχρή. Μέσα της δονούνταν από βαθιά συγκίνηση, αλλά το βάρος της κοινωνικής θέσης και του επαγγελματικού καθωσπρεπισμού δεν την άφηναν να εκδηλωθεί. Ένα μοναδικό φιλί ήταν η κορύφωση μιας συναισθηματικής πλημμυρίδας. “…Η πρόθεσή της ήταν να τον φιλήσει στο μάγουλο, όμως καθώς εκείνη τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι εκείνος έσκυψε λιγάκι και τα πρόσωπά τους πλησίασαν, ο Άνταμ γύρισε το κεφάλι του και τα χείλη τους συναντήθηκαν. Θα μπορούσε να είχε τραβηχτεί, θα μπορούσε να κάνει αμέσως ένα βήμα μακριά του. Απεναντίας, καθυστέρησε, ανυπεράσπιστη μπροστά στη στιγμή. Η αίσθηση επιδερμίδας πάνω σε επιδερμίδα εξάλειψε κάθε δυνατότητα επιλογής…”

Η Φιόνα Μέι έδιωξε τον Άνταμ, οι δρόμοι τους χώρισαν, χάθηκε κάθε επικοινωνία. Ο νεαρός εξαφανίστηκε, δεν έδινε πια σημεία ζωής, η δικαστίνα ξαναγύρισα στα νομικά της καθήκοντα, στο σπίτι της και στον σύζυγό της που εν τω μεταξύ επέστρεψε μετανιωμένος. Προσπαθούσαν να κολήσουν το ραγισμένο γυαλί. Τί απέγινε ο ευεργετηθείς Άνταμ; “Πού βρίσκεται τώρα;” ρώτησε κάποια στιγμή ο σύζυγος. “Η Φιόνα μίλησε σιγανά, άτονα. “Το έμαθα απόψε από τον Ράνσι. Πριν από μερικές εβδομάδες η λευχαιμία επέστρεψε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Αρνήθηκε τη μετάγγιση. Η απόφαση ήταν δική του. Είχε κλείσει τα δεκαοκτώ και δεν μπορούσε κανείς να παρέμβει. Αρνήθηκε να μεταγγιστεί, οι πνεύμονές του πλημμύρισαν αίμα και πέθανε… Νομίζω πως ήταν αυτοκτονία”. Και για πρώτη φορά έκλαψε πολύ και συνεχόμενα χωρίς σταματημό. Είχε τόσους λόγους να το κάνει.

“’Εμειναν ξαπλωμένοι πρόσωπο με πρόσωπο στο μισοσκόταδο κι ενώ η μεγάλη, ξεπλυμένη απ’ τη βροχή, πόλη πέρα από το δωμάτιο καταλάγιαζε σε πιο ήπιους νυχτερινούς ρυθμούς και ο γάμος τους ξανάρχιζε ανήσυχα, η Φιόνα του αφηγήθηκε με σταθερή σιγανή φωνή τα πάντα για την καταισχύνη της, για το πάθος ζωής εκείνου του γλυκύτατου αγοριού και για τον ρόλο που έπαιξε η ίδια στον θάνατό του”.

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML