ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο Εύπλους της Ελέσας
Της Γιώτας Νάτση
Έκδοση του Συλλόγου “Είμαστε μαζί”, Ιωάννινα 2021, σελίδες 112
Ο “Εύπλους της Ελέσας” είναι ένα μικρό μυθιστόρημα γραμμένο από την Γιώτα Νάτση, που απεβίωσε τον Σεπτέμβριο 2019 από καρκίνο. Το βιβλίο εκδόθηκε από τον Σύλλογο “Είμαστε μαζί”, ο οποίος στηρίζει ανθρώπους που νοσούν από νεοπλασίες και τις οικογένειές τους.
Το μυθιστόρημα -που πιο πολύ φαίνεται να έχει τη φόρμα της νουβέλας- είναι η καταγραφή της προσωπικής διαδρομής ενός άντρα, του Θάνου, ο οποίος πάσχει από μεταστατικό καρκίνο που διαρκώς επιδεινώνεται. Η εξέλιξη της υγείας του γίνεται αφορμή για ένα επίμονο κοίταγμα προς το παρελθόν. Ο Θάνος αναβιώνει τη ζωή του μέσα από την ανάμνηση γλυκών και πικρών στιγμών, ξεναφέρνει εμπρος στα μάτια του αγαπημένα πρόσωπα, δονείται από την συγκίνηση του απωλεσθέντα έρωτα της ζωής του, ξαναβγάζει στην επιφάνεια ελπίδες και απογοητεύσεις που γεύτηκε. Εν μέσω επαγγελματικών και οικονομικών αδιεξόδων η μόνη περιουσία που του απομένει είναι η μνήμη. Η στροφή προς το παρελθόν γίνεται λυτρωτικό, μιας και το μέλλον του διαγράφεται σκοτεινό.
Η ιστορία αρχίζει και τελειώνει στα Κύθηρα, στο μοναστήρι της Αγίας Ελέσας. Εκεί άνθισε το όνειρο της ζωής του και εκεί έσβυσε. “Ελέσα σήμαινε γι’ αυτόν ζωή. Η ζωή που ονειρεύτηκε παιδί ένα απόγευμα, κάνοντας ορθοπεταλιά με πράσινο ποδήλατο, δίπλα σε θάμνους με άγρια μέντα”. Όμως, η ζωή του γέμισε απογοητεύσεις, ακυρώσεις, απελπισία, αποχωρισμούς, αποτυχίες, με τον καρκίνο να γίνεται το κέντρο της δυσκολεμένης ζωής του. Μέσα σε ένα μαύρο σύνεφο με κακές ειδήσεις από τον θεράποντα ιατρό, χημειοθεραπείες, ταλαιπωρίες και οδύνη, ο Θάνος προσπαθεί να κρατηθεί όρθιος, να ανακαλύψει σπίθες ελπίδας, να κάνει μικρά βήματα με διάφορες πρωτοβουλίες για να συνεχίσει τον αγώνα του. Πότε πάνω, πότε κάτω προχωράει στον δύσβατο δρόμο. Η μουσική, στην οποία γαλουχήθηκε από παιδί μαθαίνοντας βιολί, του προσφέρει στιγμές ενδιαφέροντος, αλλά ξεθωριασμένου. Η κριτική του για θέματα οργάνωσης της Υγείας βασισμένη στην δική του περιπέτεια γίνεται αυστηρή. Ο σχολιασμός του για τα ενδιαφέροντα της νεολαίας είναι επίσης πικρός. Δουλεύοντας ευκαιριακά σε μια Δημόσια Βιβλιοθήκη είχε την δυνατότητα να επικοινωνήσει με μαθητές σχολείων μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα. Η απογοήτευσή του είναι καταλυτική από την απουσία οποιουδήποτε ουσιώδους ενδιαφέροντος για το βιβλίο από την μαθητιώσα νεολαία, γεγονός που επιδεινώνει την εσωτερική του δυστοπία.
Στον πυρήνα της μνήμης του καίει ένας μεγάλος έρωτας, η γυναίκα του. Την αγάπησε παράφορα, την έχασε με τρόπο που τον γέμισε πίκρα και τέλος την θρήνησε, όταν αυτή έφυγε από τη ζωή αιφνίδια. Όλες οι διαδρομές της μνήμης είναι ποτισμένες από την νοερή, ολοφώτεινη παρουσία της Σύλβιας. “Σύλβια, ίσα που πέταξες τα πέταλα, άφησες μόνο να χυθεί η ευωδιά σου, κι ύστερα ξανάκλεισες ερμητικά. Με κείνη την ερμητικότητα που σφαλίζει τα μπουμπούκια…” Τα δύο κορίτσια που άφησε η Σύλβια από τον δεύτερο γάμο της έγιναν και δικά του παιδιά. Τα αγαπούσε, τα αγκάλιαζε, τα παρακολουθούσε, τα καμάρωνε.
Εσωτερικές καταδύσεις σκοτινιάζουν την διάθεσή του. Το συναίσθημα της ήττας πλακώνει την ύπαρξή του σα βαρίδι. “Περπατούσε σκυφτός κάτω από το βάρος της απογοήτευσης. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ο ουρανός καθρέφτιζε την αντάρα της ψυχής του. Είχε ηττηθεί!” Η απελπισία του, όμως, δεν τον εμποδίζει να βλέπει με αγάπη τους τους ανθρώπους, γνωστούς και άγνωστους, συγγενείς και φίλους. Και αυτή είναι η ουσία του βιβλίου. Ο Θάνος παραμερίζει την δική του δυστυχία για να στρέψει το βλέμμα του προς τους ανθρώπους για τους οποίους νοιώθει αγάπη, έγνοια και ευγνωμοσύνη. Γίνεται αρωγός σε άλλους συνασθενείς του. Η σκηνή η οποία διαδραματίστηκε μέσα στον θάλαμο του αντικαρκινικού Νοσοκομείου με την κοπέλα που ξάπλωνε δίπλα του βουβή, με τον ορό της χημειοθεραπείας στη φλέβα και το δάκρυ στην άκρη του ματιού της και που κατάφερε με το αγαπητικό του πλησίασμα και με τον ευγενικό τρόπο να της δώσει το θάρρος είναι συγκλονιστική. “…Σηκώθηκε όρθιος και σέρνοντας το στατώ με το φάρμακο, πήγε προς το μέρος της κοπέλας, αποσύνδεσε τα ακουστικά κι άφησε την μουσική να ακούγεται στο δωμάτιο. Εκείνη επέμενε να κρατά τα μάτια της κλειστά. Την σκούντηξε απαλά και της πρότεινε το χέρι του. Στο πρόσωπό της διαγράφηκε ένας μορφασμός αποδοκιμασίας. Δεν πτοήθηκε. -Έτσι ρέει καλύτερα το ποτό σου. Αν με συνοδέψεις θα σε κεράσω ένα σφηνάκι, είπε χαμογελαστός, δείχνοντας τη φιάλη με το δικό του φάρμακο. Τα χαρακτηριστικά της χαλάρωσαν, σχεδόν μειδίασε… Βοήθησε την κοπέλα να σηκωθεί κι έβαλε το τραγούδι από την αρχή σε μεγαλύτερη ένταση. Ο Θάνος της άπλωσε το χέρι κι ο δισταγμός της υποχώρησε. Κατάφεραν να αποδράσουν από την καταθλιπτική ρουτίνα της θεραπείας. Έστω και συμβολικά, έβγαλαν τη γλώσσα τους στο κράτος του φόβου. Όταν το τραγούδι τελείωσε, ξέσπασαν σε λυτρωτικά γέλια…” Ο Θάνος αναζητά τις ρίζες της οικογένειάς του στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν. Παραστέκει τη μητέρα του, προλαβαίνοντας τις επιθυμίες της. Γίνεται ανεξάντλητος σε όσα έχει να δώσει στα κορίτσια, γενναιόδωρα, υπερβαίνοντας την ανημπόρια του. Συνεργάζεται με παλιά φίλη για να δώσει ένα ρεσιτάλ κλασσικής μουσικής. Ξαναρίχνεται στη μελέτη του βιολιού. Παρά την μεγάλη επιδείνωση της υγείας του βρίσκει δύναμη να συνεχίσει, γιατί το ρεσιτάλ επρόκειτο να γίνει στα λατρευτά του Κύθηρα και κυρίως γιατί θα συνέπραττε με μια από τις δύο κόρες της αγαπημένης του Σύλβιας. Ο γιατρός έχει διακόψει την χημειοθεραπεία. Τα πρώτα μαλλιά αρχίζουν να βγαίνουν. Η λάμψη στα μάτια του είναι πάντα η ίδια, αν όχι μεγαλύτερη.
Η έξοδος από τον εαυτό γίνεται λυτρωμός. Η απόρριψη όλων όσων τον πλήγωναν -ανθρώπων ή συναισθημάτων- τον έδωσαν φτερά. Η υπέρβαση της ατομικότητας του έδωσε ζωή αληθινή. Η τρικυμία της ζωής του ημέρεψε. Ο πλους της ζωής-Ελέσας έγινε πλέον εύπλους.
Δυό μήνες αργότερα, στο τελευταίο ρεσιτάλ της ζωής του ήταν όλοι παρόντες. Αυτός ήταν απών, παρών. Το ρεσιτάλ που ονειρεύτηκε. Ήταν εκεί κι ήταν όλα τέλεια. Γιατί το τέλειο του πήγαινε πάντα.
“Άνοιξη είναι η πίστη σου, όταν ατένισες την κορυφογραμμή.
Η στιγμή που άγγιξες τα επουλωμένα σου σημάδια, από την προσπάθεια αναρρίχησης.
Οι σχισμές που έκλεισαν και τις απέκτησες παλεύοντας να κρατηθείς, όταν παραπάτησες. Είναι η αγκαλιά στους αγαπημένους σου και το χαμόγελο, όταν με επιτυχία έκρυψες τον πόνο σου.
Η ανατολή, που ξημέρωσε μέρα υποσχόμενη.
Η ώρα που φτάνοντας νικητής στα Κύθηρα, έστειλες στον ουρανό μεγάλο ευχαριστώ.
Άνοιξη, είναι κάθε χειμώνας που ξεπέρασες”.