Log In
29/10/2021

Πτέρυγα καρκινοπαθών

του Αλεξάντρ Σολτζενίτσυν

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Π.

Εκδόσεις Αφοί Τολίδη[1], 1970, σελίδες: 608


Το βιβλίο “Πτέρυγα καρκινοπαθών” του γνωστού αντικαθεστωτικού, πολιτικού εξόριστου Αλεξάντρ Σολτζενίτσυν εκδόθηκε το 1968, δύο χρόνια πριν από την απονομή του βραβείου Νόμπελ (1970). Είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, από τα πλέον γνωστά του, μαζί με το “Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς”, τον «Πρώτο κύκλο» και το “Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ”, εν μέρει αυτοβιογραφικά κείμενα στα οποία, ως γνωστόν, καταγράφονται οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και οι άθλιες και άδικες ζωές των τραγικών αντικαθεστωτικών εξόριστων της γενιάς του σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της ΕΣΣΔ. Ο Σολζενίτσυν, εξ αιτίας των πολιτικών του θέσεων, ήταν αναμενόμενο να αμφισβητηθεί από μέρος του διεθνούς αναγνωστικού κοινού, παρ’ όλα αυτά, η λογοτεχνική πλευρά της προσωπικότητάς του θεωρείται χαρισματική και μπήκε στη χορεία των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων.

Η “Πτέρυγα καρκινοπαθών” είναι κι αυτό ένα τραγικό βιβλίο. Διαδραματίζεται στη δύσκολη δεκαετία του 1960. Στον ανδρικό θάλαμο της πτέρυγας καρκινοπαθών ενός επαρχιακού Σοβιετικού Νοσοκομείου νοσηλεύονται καρκινοπαθείς, οι οποίοι δέχονται τις εξετάσεις, τις υπηρεσίες, τις θεραπείες, την υποστήριξη ιατρών καρκινολόγων (με τον όρο της εποχής) που είχαν τις ειδικότητες του Ακτινοθεραπευτού και του Χειρουργού. Αυτοί έδιναν και συστηματικές θεραπείες. Όλα με τα μέσα της εποχής. Οι αντικαρκινικές θεραπείες την εποχή εκείνη βασιζόταν στην Ακτινοθεραπεία και στην εγχείρηση. Οι ασθενείς έπασχαν από διάφορα νοσήματα (λεμφώματα, όγκοι κεφαλής και τραχήλου, νεοπλάσματα πεπτικού, μελανώματα, κ.ά). Και οι περισσότεροι είχαν κακή πορεία και εξέλιξη. Το βιβλίο αναφέρεται εκτενώς στη συμπτωματολογία των καρκινοπαθών, στις ιατρικές μεθόδους της εποχής, στις τοξικότητες των θεραπειών και την πορεία της νόσου των ασθενών. Όλα, βέβαια, μέσα από τη γλώσσα ενός λογοτέχνη. Ο συγγραφέας πλέκει τη δομή του βιβλίου σε 3 βασικούς άξονες: τις προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες που κουβαλάει ο κάθε ασθενής που μπαίνει και νοσηλεύεται, τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ασθενείς, το ιατρονοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό και τέλος τις επιρροές του τότε Σοβιετικού πολιτικού συστήματος πάνω στις ζωές των ασθενών. Διαπλέκοντας και μπερδεύοντας εντέχνως τις παραπάνω συνιστώσες ο Σολτζενίτσυν δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, που παρά το γεγονός ότι όλα εξελίσσονται σε ένα δύσκολο, στενόχωρο θάλαμο καρκινοπαθών ασθενών, εντούτοις ο αναγνώστης αναζητάει με ενδιαφέρον τη συνέχεια του κειμένου, ανασκάπτει τους κρυφούς φιλοσοφικούς συμβολισμούς που κρύβουν οι διάλογοι, προβληματίζεται με τις πολιτικής φύσεως νύξεις και μομφές κατά του τότε καθεστώτος, εξάπτεται με τις αντιπαραθέσεις, τους  καυγάδες, τις αντίπαλες απόψεις και θέσεις των πρωταγωνιστών και χαίρεται όπου κυριαρχούν ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, αγαπητικές καταστάσεις, ερωτικές έλξεις, θυσιαστικές επιλογές.

Ο αέρας που πνέει ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου είναι μια συνεχής εναλλαγή συναισθημάτων που κάνει την ανάγνωση συναρπαστική και το βιβλίο ελκυστικό, παρά τα δύσκολα σκηνικά. Στο κέντρο όλων είναι ο καρκίνος και η θεμελιώδης αλλαγή που επιφέρει στις προσωπικότητες και τις ζωές των νοσούντων. Αποδεικνύεται η σχεδόν μαγική ικανότητα του καρκίνου να αποκαλύπτει τα κρυφά πάθη, τις ιδιοτέλειες, τις αδυναμίες των ανθρώπων και να αναδεικνύει ευγενικά αισθήματα, αγαθές προθέσεις, καλοπροαίρετες σκέψεις, ηρωισμούς. Από την άλλη μεριά, η ενασχόληση με τον καρκίνο, αλλά και η τραγικότητα κάποιων ασθενών έχει εμφανέστατη επίδραση και στους ιατρούς και νοσηλευτές. Αλλάζει τη σκέψη, τα συναισθήματα, τις προτεραιότητες των ιατρών και νοσηλευτών, αλλάζει την  προσέγγισή τους προς τους ασθενείς. 

Ο Σολτζενίτσυν με μοναδικό τρόπο καταγράφει την τραγικότητα των στιγμών και των ηρώων του: «…Από αυτό το πρώτο κιόλας βράδυ, σ’ αυτόν τον κοινό θάλαμο, μέσα σε λίγες ώρες, ο Πάβελ Νικολάγιεβιτς ένοιωσε τί θα πει φόβος. Στάθηκε αρκετό αυτός ο μικρός σκληρός όγκος, ο τόσο αναπάντεχος και παράλογος, για να τον αρπάξουν και να τον φέρουν εδώ, σαν ψάρι στο αγκίστρι, και να τον πετάξουν σ’ αυτό το στενό, σιδερένιο, αξιοθρήνητο κρεββάτι… Έφτασε μόνο ν’ αλλάξει εκεί κάτω απ’ τη σκάλα, ν’ αποχαιρετήσει την γυναίκα του και τον γυιό του και ν’ ανέβει σ’ αυτό το δωμάτιο, για να σφραγιστεί μονομιάς όλη η προηγούμενη ζωή του, η τόσο αρμονική και μελετημένη και να αντικατασταθεί από μια άλλη ζωή τόσο φρικτή, που την φοβόταν πιο πολύ κι από τον όγκο του…». Ο κόσμος του καρκίνου και των καρκινοπαθών αναδεικνύεται σκληρός και αδυσώπητος μέσα στον καταθλιπτικό θάλαμο: «…Κι αν ακόμη γυρίσεις στο σπίτι σου (αγορεύει ο Εφρέμ -ένας από τους ασθενείς της πτέρυγας) δεν θάναι για πολύ καιρό. Θα ξανάρθεις πάλι εδώ. Ο καρκίνος αγαπά τον κόσμο του. Έτσι και σ’ άρπαξε στην τανάλια του, σε κρατά ως τον θάνατο…»

Ο καθένας ασθενής μπαίνοντας στο Νοσοκομείο κουβαλάει τον χαρακτήρα του, την καταγωγή του, την κουλτούρα του, τα «πιστεύω» του, τις μνήμες του, την περιπέτεια της μέχρι τότε ζωής του. Άλλος είναι άνθρωπος του καθεστώτος, άλλος καθεστωτικός εξόριστος, άλλος του υποκόσμου, άλλος αμόρφωτος, αλκοολικός, άλλος φτωχός κι ανήμπορος, κλπ. Ο καθένας βλέπει την αρρώστια, τους συνασθενείς του, το σύστημα, τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες διαφορετικά. Μέσα από τους διαλόγους ανάμεσά τους ο συγγραφέας φωτίζει μια εποχή, μια κοινωνία και ένα πολιτικό καθεστώς. Και με τον τρόπο του στιγματίζει τη φτώχεια, την ανελευθερία, την αδικία, την εξαθλίωση, την αμορφωσιά, την έλλειψη δημοκρατικών ελευθεριών και έκφρασης. Χρησιμοποιεί σκηνές του βίου των ασθενών από το παρόν τους και το παρελθόν τους για να μεταφέρει με λογοτεχνικό τρόπο τα φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά «πιστεύω» του. Και αυτά χωρίς να χαλάει τις ισορροπίες του βιβλίου ανάμεσα στην τραγωδία του καρκίνου και της θνησιγενούς μοίρας του ανθρώπου, των ανθρωπίνων αναγκών και επιθυμιών, της κατάρας των κοινωνικών αδικιών, της μεγάλης ελπίδας των ανθρώπων για δικαιοσύνη και αγάπη στη ζωή τους και των μικρών και μεγάλων καθημερινών συναισθημάτων που σημαδεύουν τις ψυχές.

Μέσα στη πτέρυγα των καρκινοπαθών επικρατεί πλήθος σκηνικών. Οι διάλογοι -ανάλογα από ποιόν άνθρωπο έβγαιναν τα λόγια- περιέχουν ανασφάλεια, φόβο, ειρωνεία, έπαρση, ενοχές, μετάνοια, κατάθλιψη, απελπισία, συμπόνοια, ελπίδα, νοσταλγία, αξιοπρέπεια. Κουβέντες περασμένων μεγαλείων από ασθενείς βολεμένους στην τότε υψηλή κοινωνία ακούγονται γελοίες’ πιο συχνές είναι οι διηγήσεις από κακουχίες, διωγμούς, εξορίες, φτώχιες, χωρισμούς, αγαπημένα πρόσωπα, μοναξιά, αδικίες. Σκέψεις ακραίες για τη ζωή είναι αναπόσπαστες από την αγωνία των ασθενών: «…Πολλές φορές αναρωτήθηκα, και αναρωτιέμαι και τώρα πολύ συχνά, ποιο είναι, τέλος πάντων, το τίμημα που πρέπει να δώσουμε για τη ζωή; Και πού είναι το όριο του τιμήματος αυτού;» Ψάχνουν να κρατηθούν από μια πίστη: «…Η πίστη περιέχει μέσα της μια μεγάλη ηδονή. Ίσως την ανώτατη ηδονή. Έστω κι αν οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν αυτή την πίστη. Έστω κι αν δεν ξέρουν το τίμημά της». Δεν φοβούνται πια να αναφερθούν στις άδικες απαιτήσεις του καθεστώτος, να θυμηθούν τις διώξεις του συστήματος, να κάνουν κριτική για την ηθική των πολιτικο-οικονομικών συστημάτων: «…Έχουμε σοσιαλισμό. Μα ποιο σοσιαλισμό; Το είχαμε πάρει για εύκολο το πράγμα και λέγαμε: Αρκεί να αλλάξουμε τα μέσα παραγωγής κι ευθύς οι άνθρωποι θα αλλάξουν. Κι όμως οι άνθρωποι δεν άλλαξαν καθόλου! Ο άνθρωπος είναι ένας βιολογικός τύπος. Χρειάζονται εκατομμύρια χρόνια για ν’ αλλάξει…» Ανάμεσά στους ασθενείς δημιουργούνται διάφορες σχέσεις που χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και υπαναχωρήσεις ανάλογα με την περίσταση. Σχέσεις αγάπης, συμπόνοιας, αποδοχής, συμπαράστασης, αντιπάθειας, μίσους, σκληρότητας. Μέσα στην πτέρυγα καρκινοπαθών αναπαρίστανται η παγκόσμια κοινωνία και οι αιώνιες σχέσεις των ανθρώπων από καταβολής κόσμου. Η ανάγκη που πυροδοτούσε όλες τις καταστάσεις ήταν η ανάγκη για συντροφικότητα, για πλησίασμα, για επικοινωνία πίσω από την σκοτεινή, απειλητική σκιά του καρκίνου και του θανάτου που σκέπαζε την νοσηλευόμενους. «…Ένοιωθες μέσα στο θάλαμο μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ζεστή και φιλική. Κι όμως με πόση παραφορά απαντούσαν καμμιά φορά ο ένας στον άλλον! Ήταν, γιατί, είτε το ήθελαν είτε όχι, είχανε όλοι τους ένα κοινό αντίπαλο: τον θάνατο… και ποια δύναμη μπορούσε να χωρίσει τα ανθρώπινα πλάσματα, όταν στεκόταν απέναντί τους ο θάνατος;»

Ο θαυμασμός και η ελπίδα των καρκινοπαθών κρατιούνται επάνω στους επιστήμονες: «…Ο Ένγκενμπούρντιεφ έρριξε στη γιατρίνα ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα, εμπιστοσύνη και θαυμασμό. Αυτό τον θαυμασμό που τρέφουν οι απλές ψυχές, σαν τη δική του, προς αυτούς που η μεγάλη τους μόρφωση και αφοσίωση δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν…» Κι από την άλλη μεριά αντιπάθειες, αμφισβητήσεις, υπόνοιες σκάλιζαν τις σκέψεις τους: «…Η Βέρα Κορνήλιεβνα (Ακτινοθεραπεύτρια) έπρεπε χωρίς αμέλεια, χωρίς λάθη και μ’ ενθουσιασμό μάλιστα, να κάνει διαγνώσεις, σωστή εκτίμηση της δόσης για τις ακτίνες που απαιτεί κάθε θεραπεία, να ενθαρρύνει με το βλέμμα και το χαμόγελο τους αρρώστους, που έπεφταν στο θανατερό κύκλο του καρκίνου. Σε κάθε βλέμμα ένοιωθε την ίδια ερώτηση: Δεν είσαι δηλητηριάστρια τουλάχιστον;»

Μαζί με τους ασθενείς συμπάσχουν οι ιατροί, οι νοσηλεύτριες και άλλο προσωπικό. Η καθημερινή επαφή και επικοινωνία επηρεάζει τη καθημερινότητά τους, τα συναισθήματά τους. Οι δύσκολες συνεργασίες, τα πρωτόγονα διαγνωστικά και αντικαρκινικά θεραπευτικά μέσα, οι αρνήσεις, οι οξύτητες δημιουργούν κόπωση. Η ανημποριά να θεραπεύσουν κάποιους από τους ασθενείς τους γεμίζει λύπη, ενώ χαίρονται όταν τα πράγματα καλυτερεύουν. Παρηγορούν τους ασθενείς, αναγκάζονται να λένε μισές αλήθειες για να μην απελπίζονται οι άρρωστοι. Υπόκεινται σε διώξεις, δικαστήρια για κακές πρακτικές. Υφίστανται άδικες επιθέσεις. Υποκύπτουν σε αδυναμίες. Ο θεός έρωτας επισκέπτεται ενίοτε την πτέρυγα, αγγίζει καρδιές ασθενών, συγκινεί ιατρούς και νοσηλεύτριες. Όμορφες, συγκινητικές στιγμές υπόγειου έρωτα και έλξης ομορφαίνουν για λίγο τις θλιμμένες καρδιές, καλλιεργούν την ελπίδα και το όνειρο μιας καινούργιας ζωής, που όμως εύκολα τσαλαπατιέται από τις μοιραίες, γεμάτες αγκάθια συνθήκες μέσα στις οποίες πάνε να βλαστήσουν. Ο καρκίνος επισκέπτεται και τους γιατρούς’ η νόσος δεν ξεχωρίζει ανθρώπους. Ο συγκλονισμός, οι εσωτερικές συγκρούσεις, η συντριβή, η απελπισία, η ανατροπή πλημμυρίζουν την ιατρό που αυτο-διαγιγνώσκει ότι πάσχει από καρκίνο στομάχου. Η περιγραφή της ψυχολογίας της καρκινολόγου που πάσχει από καρκίνο είναι συγκλονιστική. «…Όλοι οι δεσμοί με την ζωή, οι τόσο σταθεροί, οι αιώνιοι, έσπασαν, όχι απ’ τη μια μέρα στην άλλη, μα απ’ τη μια ώρα στην άλλη… Όσο δεμένοι κι αν αισθανόμαστε μ’ αυτή τη γη, στην πραγματικότητα μετά βίας στεκόμαστε επάνω της».  Όπως ξεχωριστή είναι η περιγραφή της λύπης και της αμηχανίας των υπολοίπων ιατρών του Νοσοκομείου να αναλάβουν τη θεραπεία της συναδέλφου τους.

«Όλες οι τραγωδίες της λογοτεχνίας, μου φαίνονται κωμικές αν τις συγκρίνω με τη ζωή που ζούμε» λέει ο Σολτζενίτσυν με τη φωνή κάποιας ηρωίδας. Και η θεραπεία από τον καρκίνο και από κάθε κακοπάθεια είναι ανάσταση. Ο Ολέγκ Κοστογκλότωφ βγαίνοντας θεραπευμένος από το Νοσοκομείο «…πήρε μιαν ανάσα -ο αέρας, τέτοιαν ώρα, ήταν ακόμα τόσο καθαρός! Έρριξε πέρα μια ματιά -ένας νεογέννητος κόσμος πρασίνιζε… Ήταν το πρωινό της δημιουργίας! Το σύμπαν δημιουργόταν για δεύτερη φορά για χάρη του Ολέγκ: Πήγαινε! Ζήσε!»

Γιατί όλα αυτά; Ποιο το νόημα της ανθρώπινης τραγωδίας; «Καμμιά φορά αισθάνομαι πολύ καθαρά, ότι αυτό που υπάρχει μέσα μου δεν είμαι ολόκληρος εγώ. Υπάρχει ακόμη κάτι, κάτι πολύ λεπτό, που βρίσκεται πολύ ψηλά! Κάτι σαν μια λάμψη του Παγκόσμιου Πνεύματος. Εσείς, δεν το νοιώθετε αυτό;» λέει ο Ολέγκ στον συνασθενή του Σουλούμπιν για να το ακούσουν όλοι όσοι έχουν «ώτα ακούειν».

«…Ακόμα και με το άρρωστο πόδι του, (ο Ντιόμκα) θα μπορούσε να νοιώθει ανάλαφρος, αν ο δυνατός πόνος δεν του θύμιζε ότι το πόδι ήταν καταδικασμένο και δύσκολα θα σωνόταν. Και εξ αιτίας ακριβώς αυτού του ποδιού, το πρόβλημα: “τί κάνει τους ανθρώπους να ζουν” έμενε σημαντικό γι’ αυτόν. Και ρώτησε:

-Τέλος πάντων, ειλικρινά, τί σκέφτεσαι για την αιτία που ζουν οι άνθρωποι;

Για τη μικρή (Άσσια), όλα ήταν ξεκάθαρα. Στήλωσε τα πρασινωπά της μάτια στο Ντιόμκα, σαν να πίστευε ότι την κοροϊδεύει, ότι έλεγε αστεία.

-Τί θα πει, για ποια αιτία; Για ν’ αγαπούν βέβαια!»  

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

[1] Το βιβλίο διατίθεται μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML