Της Μάργκαρετ Έντσον
(θέατρο)
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Εκδόσεις «Νίκη», 2001, σελίδες 96
Η Μάργκαρετ Έντσον, πριν ασχοληθεί με το θέατρο, είχε σπουδάσει Αναγεννησιακή Ιστορία. Πέραν αυτού, θήτευσε σαν εθελόντρια σε Ογκολογικό κέντρο της Ουάσιγκτον. Η ενασχόλησή της με καρκινοπαθείς και κυρίως με γυναίκες με καρκίνο ωοθηκών την συγκλόνισε και την ώθησε να γράψει το θεατρικό έργο Wit (Πνεύμα, 1992). Το έργο πρωτοανέβηκε στη σκηνή το 1995 και έγινε δεκτό με εξαιρετικές κριτικές από τους θεατρόφιλους, αποκορύφωμα των οποίων ήταν να πάρει το βραβείο Πούλιτζερ 1999 στην κατηγορία του δράματος. Αργότερα, το 2001, έγινε και τηλεταινία με πρωταγωνίστρια την Έμμα Τόμσον.
Το θεατρικό έργο διαδραματίζεται μέσα σε ένα θάλαμο νοσηλείας αντικαρκινικού νοσοκομείου. Πρωταγωνίστρια είναι η 50χρονη Πανεπιστημιακή Καθηγήτρια Αγγλικής ποίησης Ζώη Μπέρινγκ, η οποία πάσχει από πολύ προχωρημένο, μεταστατικό καρκίνο ωοθηκών. Στη δύσκολη πορεία, εξέλιξη και θεραπεία της νόσου δεν έχει δικούς της ανθρώπους, πορεύεται χωρίς συμπαραστάτες, αφού δεν επέτρεψε στον εαυτό της τέτοιες προτεραιότητες. Η Μπέρινγκ αφοσιώθηκε στη σπουδή, την έρευνα και τη διδασκαλία Αγγλικής ποίησης του 17ου αιώνα. Ασχολήθηκε με τη μεταφυσική ποίηση και ιδίως με τη μεταφυσική του θανάτου εξαιτίας της εξειδίκευσής της με τα «Ιερά Σονέτα» του Τζον Ντον[1]. Αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης. Οι ενημερώσεις των ιατρών, τα συμπτώματα της νόσου, οι χημειοθεραπείες, οι βαριές τοξικότητες και ο επερχόμενος θάνατος την κάνουν να συνειδητοποιήσει την αβυσσαλέα διάσταση της μελέτης του θανάτου (μέσα από τις ακαδημαϊκές σπουδές) και της βίωσης του θανάτου. Αναθυμάται στίχους του αγαπημένου της Τζον Ντον και την σε βάθος κριτική μελέτη κειμένων μεταφυσικής αναγεννησιακής ποίησης, όταν μαραθώνιες συζητήσεις και ατέρμονα επιχειρήματα εξαντλούταν σε ένα κόμμα ή μια άνω τελεία. Μέσα στη μοναχικότητα ενός νοσοκομειακού θαλάμου αναδιαρθρώνεται όλη η στάση της απέναντι στις λέξεις, στις έννοιες και στο βίωμα, καταβαραθρώνεται ο ακαδημαϊσμός, η επιπολής προσέγγιση λέξεων και φράσεων. Λίγες ώρες πριν τον θάνατό της οι προηγούμενες φιλολογικές και επιστημονικές προσεγγίσεις για τη ζωή και τον θάνατο διαλύονται εξ ων σενετέθησαν και προβάλουν αποκαλυπτικά οι αληθινές, οδυνηρά βιωματικές πια καταστάσεις. Ειρωνεύεται την προηγούμενη στάση της στην επιστήμη της, στους τρόπους διερεύνησης, στη μεθοδολογία διδασκαλίας στους φοιτητές της. Επανερμηνεύει τα «Ιερά Σονέτα» του Τζον Ντον μπαίνοντας στον ουσιώδη πυρήνα του βιώματος. Απαγγέλει τους στίχους του ποιητή, όχι με την έπαρση του επαΐοντος καθηγητή, αλλά με την ταπεινωμένη και ματωμένη καρδιά του πάσχοντος και μελλοθάνατου ανθρώπου:
«Εδώ τελειώνει το έργο μου, εδώ όρισε ο ουρανός
Να φτάσει το προσκύνημα’ νωθρή αθλοπαιδιά
Μα τόσο βιαστική, μ’ αυτή τη διασκελιά
Θα δει το πέρας της’ την εσχάτη αιχμή του ο χρόνος,
Κι ο αδηφάγος θάνατος θα διαμελίσει αμέσως
Το σώμα μου, και την ψυχή»
[Τζον Ντον, 1609]
Και σχολιάζει: «Πάντοτε είχα μια ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτό το ποίημα. Σε σφαιρικό επίπεδο. Τώρα η εικόνα της “έσχατης αιχμής” του χρόνου μου φαίνεται πολύ, πώς να το πω, αιχμηρή».
Μέσα στο θάλαμο επισκέπτονται την πρωταγωνίστρια -σαν μέσα σε όνειρο- ο πεθαμένος πατέρας της που της διαβάζει παιδικά παραμύθια, η Καθηγήτριά της από την οποία αγάπησε τη μεταφυσική ποίηση, οι φοιτητές της. Οι θεράποντες ιατροί -μεγαλόσχημοι Καθηγητές- και η νοσηλεύτριά της μπαινοβγαίνουν στη σκηνή. Διάλογοι για ερευνητικά πρωτόκολλα, λεπτομέρειες για τις χημειοθεραπείες, τις τοξικότητες, την έκταση της νόσου, το προσδόκιμο αποκαλύπτουν την έπαρση και την κυνικότητα των ιατρών, την απουσία από τον λόγο τους του αληθινού νοήματος της ιατρικής, την τυπικότητα και ψυχρότητα των σχέσεων ιατρών και ασθενών, τη ματαιοδοξία των επιστημόνων. Διαφορετική εννοιοδότηση σε λέξεις και εκφράσεις ανάμεσα στους επιστήμονες και την ασθενή μεγαλώνουν το χάσμα της σχέσης. Όλα μικραίνουν μπρος στο μυστήριο του θανάτου. Και η ασθενής-πρωταγωνίστρια αντιμετωπίζει αυτές τις μικροπρέπειες είτε με αδιαφορία, είτε με αξιοπρέπεια, είτε με ειρωνεία.
Ο θάνατος της Ζώη Μπέρινγκ είναι αναπόφευκτος. Στη τελική σκηνή του έργου, που η ασθενής παίρνει τις τελευταίες αναπνοές της, εξελίσσεται ένας πανικός με σουρεαλιστικές διαστάσεις. Από τη μια ιατροί και νοσηλευτές ερίζουν για το ποιο πρωτόκολλο διάσωσης πρέπει να επιλέξουν και από την άλλη η θνήσκουσα ασθενής απεκδυόμενη όλα τα ρούχα και αντικείμενα γλιστράει γυμνή και όμορφη προς το φως της αιωνιότητας. Παίρνουν έτσι σάρκα και οστά τα «Ιερά Σονέτα» του Τζον Ντον, που ολόκληρη ζωή μελετούσε:
«Κομπάζεις, Θάνατε, παρόλο που κάποιοι σε λένε παντοδύναμο
Και φοβερό, αλλ’ όχι, εσύ δεν είσαι καθόλου
Νομίζεις πως συντρίβεις, όχι, τόσα θύματα
Αχ, Θάνατε φτωχέ, ζουν όλοι τους κι εγώ θα ζω…».
[1] John Donne, 1572-1631. Άγγλος ποιητής και κληρικός. Θεωρείται ο κυρίαρχος εκπρόσωπος των μεταφυσικών ποιητών. Τα ποιητικά του έργα περιλαμβάνουν σονάτες, ερωτικά ποιήματα, θρησκευτικά ποιήματα, λατινικές μεταφράσεις, επιγράμματα, ελεγείες, τραγούδια και σάτιρες. Είναι επίσης γνωστός για τα κηρύγματα του. Το έργο του John Donne, τόσο στην ερωτική ποίηση όσο και στη θρησκευτική ποίηση, τον τοποθετεί ως κεντρική προσωπικότητα μεταξύ των μεταφυσικών ποιητών.