Της Cory Taylor
Μετάφραση: Θάνος Ζυγουλιάνος
Εκδόσεις «Ροπή», 2017, σελίδες 128
Η Cory Taylor ήταν επιτυχημένη συγγραφέας, βραβευμένη για το λογοτεχνικό έργο της. Πέθανε τον Ιούλιο 2016 από μελάνωμα με εγκεφαλικές μεταστάσεις. Λίγο πριν πεθάνει έγραψε το βιβλίο “Dying. A memoir”, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που διαβάζεται γρήγορα και αφήνει στο τέλος μια γλυκόπικρη αίσθηση στον αναγνώστη και διάθεση συμπάθειας, συμπόνιας και αγάπης προς τη συγγραφέα.
Στην “Αυτοβιογραφία του Θανάτου μου” η Taylor δεν περιορίζεται σε εμπειρικές, δικές της αναφορές στο μικρό διάστημα μετά τη διάγνωση της υποτροπής του μελανώματος. Η ωριμότητά της τη βοηθάει να κατανοήσει ότι τα αίτια της αρρώστιας και του θανάτου –και κατ’ επέκταση της τραγικότητας της ζωής- ανάγονται στην αποτυχία της προσωπικής στάσης προς τη ζωή και τους ανθρώπους, στις ατυχείς σχέσεις με τους γονείς και τα αδέλφια, στο κλίμα στην οικογένεια, στο βλέμμα προς τη φύση και τον κόσμο. Με πολύ ευαίσθητο, απαλό τρόπο, χωρίς υπερβολές, χωρίς οιμωγές και κραυγές, με καθαρά λογοτεχνικό στυλ που διαθέτει υπόγεια φιλοσοφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, διευρύνει τη σκιά του θανάτου πέραν της νόσου της. Η Taylor ανακαλύπτει τη παρουσία του θανάτου της από τα παιδικά της ακόμα χρόνια, από τότε που ένα πουλί καταβρόχθισε μια σαύρα μπροστά στα αθώα μάτια της –εικόνα ριζωμένη στο είναι της. Βαθαίνει στις μνήμες της, αναλύει τη κατάθλιψη της μητέρας της, περιγράφει με εμφανές αίσθημα απογοήτευσης τον άστατο χαρακτήρα του πατέρα της με τις ατέλειωτες περιόδους απουσίας του, θρηνεί τις κακές σχέσεις με τα αδέλφια της, περιδιαβαίνει την Αμερικανική φύση κάνοντας νύξεις ακόμα και για το “πρωταρχικό έγκλημα” της καταπάτησης της γης των ιθαγενών από τους προγόνους της. Η αρρώστια της είναι μεν το μεταστατικό μελάνωμα, αλλά αυτό συμπορεύεται δεμένο σαν αίτιο και αιτιατό με την άνοια της μητέρας της που αργοπεθαίνει σε ένα γηροκομείο, με το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα τρία αδέλφια, με τα αποπνικτικά συναισθήματα μοναξιάς και αποξένωσης από οικείους και φίλους, με την επώδυνη, μακρά απουσία της πατρικής αγκαλιάς και τρυφερότητας. Φτάνοντας κοντά στο θάνατο συνειδητοποιεί ότι δεν είχε δει ποτέ κανέναν άνθρωπο να πεθαίνει. Ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι “…ο θάνατος είναι πανταχού παρών…” και ότι “…κανένας γιατρός δεν μου μίλαγε για το θάνατο, γεγονός που μου φαίνεται ανεξήγητο…”. Μάλιστα, “…στα Νοσοκομεία δε μιλάμε για θάνατο, μιλάμε για θεραπεία…”.
Μετά τη συνειδητοποίηση αρχίζει η σκληρή παραδοχή και η προσπάθεια να βρεθούν τρόποι εσωτερικής εξισορρόπησης. Στο δρόμο αυτό βοηθιέται κατ’ εξοχήν από τον σύζυγό της και τα παιδιά της. Είναι η μόνη παρηγοριά της και ο λόγος που την αποτρέπει από την αυτοκτονία που την έχει έντονα στη σκέψη της. Αντιστέκεται στη πραγματοποίησή της από έντονες ηθικές αναστολές και από το γεγονός ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα προκαλούσε μεγάλη θλίψη και απογοήτευση στον άντρα της και τα παιδιά της, κάτι που δεν το ήθελε. Στρέφεται προς τους φίλους’ “…στηρίζομαι στους φίλους να με αποσπάσουν από τις μαύρες σκέψεις…”. Καταφεύγει στο γράψιμο’ “…όσο το σώμα μου οδεύει προς τη καταστροφή, το μυαλό μου είναι αλλού…”.
Παρ’ όλα αυτά, η αναφορά της στο τελικό σκηνικό του θανάτου της δεν μπορεί να σβήσει. Πολλές σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες για το πού θα ζητήσει να σκορπίσουν τις στάχτες της. Διανθίζονται με μνημικές και έντονα συναισθηματικές αναφορές, χαρακτηριστικό της Αμερικανικής κουλτούρας πάνω στο θάνατο. Όμως, η προσοχή στις λεπτομέρειες μιας Ιαπωνικής κηδείας, η μετάνοιά της που δεν έκανε κάποια μορφή τελετής για τη μητέρα της, η ανάγκη της να συνομιλεί με τη (νεκρή από καιρού) μητέρα της που της ζητούσε να προσευχηθεί και η παραδοχή ότι “…δε μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τον θάνατο χωρίς να ανατρέξει σε θέματα θρησκευτικής πίστης ή απιστίας και σε θέματα ηθικής ή απουσίας της…” είναι ενδεικτικά των βαθύτερων ανησυχιών της.
“…Όντως, αναλογίζεσαι το παρελθόν σου όταν πεθαίνεις…” γράφει η Cory Taylor σε κάποιο σημείο. “Με παρηγορεί να θυμάμαι τα πράγματα που έχω κάνει αντί να λαχταρώ αυτά που δεν έχω κάνει”, γιατί “…μόλις συμφιλιωθείς με το γεγονός, μπορεί να γίνουν όμορφα τα πράγματα…”.
Μάλλον είχε δίκιο…