Ο καρκίνος των όρχεων αποτελεί έναν σπάνιο καρκίνο, μόλις το 2% των καρκίνων στους άνδρες όλων των ηλικιών. Δυστυχώς όμως, είναι ο συχνότερα εμφανιζόμενος καρκίνος στα αγόρια και τους νέους άνδρες ηλικίας 20-40 ετών, αποτελώντας την 3η κατά σειρά αιτία θανάτου σε αυτές τις ηλικίες. Σήμερα, θεωρείται η πλέον θεραπεύσιμη μορφή καρκίνου του ουροποιητικού συστήματος και τα ποσοστά επιβίωσης στα πρώιμα στάδια αγγίζουν το 100%.
Η πιθανότητα νόσησης σε χώρες όπως η ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι 1 ανά 500 άνδρες. Στο 78% των περιπτώσεων ο καρκίνος των όρχεων εμφανίζεται μεταξύ 20-40 ετών, στο 20% σε άνδρες > 40 ετών, ενώ στο 2% σε αγόρια <15 ετών. Οι λευκοί άντρες προσβάλλονται 4 φορές περισσότερο από τους έγχρωμους. Συνήθως εντοπίζεται στον δεξιό όρχι, ενώ ο αμφοτερόπλευρος καρκίνος των όρχεων είναι σπάνιος (1-2%).
Τα τελευταία χρόνια έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την αιτιοπαθογένεια της νόσου, ωστόσο αυτή παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Ο μοναδικός καλά τεκμηριωμένος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση του καρκίνου των όρχεων είναι η κρυψορχία (3 – 15 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου στην κρυψορχία). Κατ’ αυτήν, οι όρχεις των νεογέννητων αγοριών παραμένουν στο εσωτερικό της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο και για να έρθουν στην φυσιολογική τους θέση πρέπει να γίνει χειρουργική επέμβαση ή ορμονική θεραπεία. Είναι χαρακτηριστικό πώς η πιθανότητα νόσησης παραμένει σταθερή ακόμα και εάν χειρουργικά μετακινήσουμε και καθηλώσουμε τον όρχι στην κανονική του θέση, γεγονός που αποδεικνύει τη γενετική προδιάθεση του οργάνου αυτού για κακοήθεια. Φυσικά, η επέμβαση αυτή είναι επιβεβλημένη, μιας και μόνο με τους όρχεις στη θέση τους είναι δυνατός ο τακτικός τους έλεγχος. Εκτός από την κρυψορχία, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες συγγενείς ή επίκτητοι, που έχουν ενοχοποιηθεί κατά καιρούς, όπως κακώσεις και τραύματα, επανειλημμένες λοιμώξεις, η χορήγηση οιστρογόνων ή αντιανδρογόνων στη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, η βουβωνοκήλη, το χαμηλό βάρος κατά την γέννηση, ο καθιστικός τρόπος ζωής, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου των όρχεων (η κληρονομική προδιάθεση σχετίζεται με μία μετάλλαξη στο χρωμόσωμα Χq27), η έκθεση σε ορισμένες χημικές ουσίες κατά την εργασία, η έκθεση σε ακραίες θερμοκρασίες (καύσωνα ή δριμύ ψύχος), η λοίμωξη με τον ιό του AIDS και η μικρολιθίαση (Πολλοί τη θεωρούν προκαρκινωματώδη κατάσταση και για τον λόγο αυτό συστήνεται εντατική παρακολούθηση με ετήσιο υπερηχογράφημα όρχεων).
Πώς όμως παρουσιάζεται κλινικά ο καρκίνος των όρχεων;
Ανώδυνη διόγκωση είναι η συνήθης (ένας στους δύο ασθενείς) κλινική εκδήλωση, την οποία ο ασθενής διαπιστώνει μόνος του κατά τη διάρκεια της αυτοεξέτασης (φωτογραφία) ή ανακαλύπτεται από την ερωτική του σύντροφο. Σπανιότερα συνυπάρχει αίσθημα βάρους ή πόνος στο όσχεο. Μπορεί να συνοδεύεται από υδροκήλη (παραγωγή υγρού γύρω από τον όρχι), που δίνει μια πιο ομότιμη διόγκωση του όρχεως. Δυστυχώς, σε αρκετούς ασθενείς (30%), προεξάρχοντα είναι τα συμπτώματα από μεταστάσεις, όπως πόνος στην οσφύ από τη διόγκωση οπισθοπεριτοναϊκών λεμφαδένων, βήχας και δύσπνοια από πνευμονικές μεταστάσεις, διόγκωση στο επιγάστριο (το συχνότερο σύμπτωμα σε όγκους της παιδικής ηλικίας), από διογκωμένους κοιλιακούς λεμφαδένες, πόνος στην αυχενική χώρα (από υπερκλείδιους λεμφαδένες), ναυτία, έμετος και αδυναμία. Στο 5% εμφανίζεται γυναικομαστία (διόγκωση των ανδρικών μαστών λόγω έκκρισης γυναικείων ορμονών -των οιστρογόνων από τον καρκίνο). Είναι, λοιπόν, σημαντικό να τονίσουμε, ότι αν ψηλαφίσουμε κάποια σκληρία στο όσχεο (στο σάκο δηλαδή που περιέχει τους όρχεις), ακόμη και αν δεν δημιουργεί πόνο ή άλλες ενοχλήσεις πρέπει να απευθυνθούμε το συντομότερο δυνατόν στον ουρολόγο για εξέταση. Μπορεί να αφορά σε μια καλοήθη κατάσταση, σε αντίθετη όμως περίπτωση, θα έχουμε κάνει το πρώτο και σημαντικότερο βήμα, αυτό της έγκαιρης διάγνωσης.
Κάθε διόγκωση του όρχεως πρέπει να εξετάζεται και να εκτιμάται από τον ειδικό Ουρολόγο για να αποκλειστεί η πιθανότητα ενός καρκίνου του όρχεως. |
Σημαντικό ρόλο στη διάγνωση, εκτός από τη κλινική εξέταση, παίζουν οι εργαστηριακές εξετάσεις, όπως η μέτρηση κάποιων ειδικών ορμονών-καρκινικών δεικτών όπως η β-χοριακή γοναδοτροπίνη, η α-φετοπρωτεΐνη και η LDH, οι οποίες είναι χαρακτηριστικά υψηλές σε ορισμένους τύπους καρκίνου Η αύξηση των δεικτών επιβεβαιώνει την διάγνωση, ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που οι τιμές των καρκινικών δεικτών είναι σε φυσιολογικά επίπεδα. Επίσης, το υπερηχογράφημα του όσχεου μπορεί να διακρίνει τα καρκινώματα από τις υπόλοιπες καλοήθεις καταστάσεις. Ακτινογραφία θώρακος και αξονική τομογραφία θώρακος/κοιλίας συμπληρώνουν τον απεικονιστικό έλεγχο και βοηθούν στη σταδιοποίηση της νόσου (αποκλεισμός απομακρυσμένων μεταστάσεων). Το πρώτο, όμως, και απαραίτητο βήμα για τη διάγνωση και την ιστολογική ταυτοποίηση του όγκου είναι η εκτομή του όρχεως και η ιστολογική του εξέταση.
Ο καρκίνος των όρχεων χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες, τα σεμινώματα και τους μη σεμινωματώδεις όγκους. Το σεμίνωμα παρουσιάζεται συνήθως στην ηλικία των 25 – 55 χρόνων και αποτελεί το 40 – 45% του καρκίνου στους όρχεις. Εξελίσσονται βραδέως και προκαλούν μεταστάσεις πιο αργά και λιγότερο συχνά, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποτύπους. Οι μη σεμινωματώδεις όγκοι προσβάλουν συνήθως νεαρούς άνδρες μεταξύ 15 -25 χρόνων και περιλαμβάνουν τα τερατώματα, τους εμβρυϊκούς όγκους, τους όγκους του λεκιθικού ασκού και τα χοριοκαρκινώματα. Σπανιότεροι όγκοι είναι οι όγκοι από κύτταρα Leydig και Sertoli.
Ποια είναι η θεραπεία του καρκίνου των όρχεων;
Η χειρουργική επέμβαση συνιστάται σε όλες τις περιπτώσεις και είναι αναντικατάστατη. Διενεργείται υψηλή ορχεκτομή. Η εκτομή του όρχεως μπορεί να προσφέρει πλήρη θεραπευτική αντιμετώπιση-ίαση, εφόσον ο όγκος βρίσκεται εντοπισμένος στον όρχι και δεν έχει εξαπλωθεί. Στις συμπληρωματικές θεραπείες περιλαμβάνονται η χημειοθεραπεία ,η ακτινοθεραπεία και η χειρουργική εκτομή των λεμφαδένων που έχουν προσβληθεί. Στον καρκίνο των όρχεων, η χημειοθεραπεία χορηγείται μετά τη χειρουργική επέμβαση για να περιοριστεί το ενδεχόμενο επανεμφάνισης της νόσου (προφυλακτική χημειοθεραπεία), για την θεραπευτική αντιμετώπιση των μεταστάσεων και για την επανεμφάνιση της νόσου μετά την χειρουργική εκτομή του όρχεως.
Η πρόγνωση (δηλαδή η επιβίωση των ασθενών) είναι συνήθως πολύ καλή. Ο καρκίνος των όρχεων, χάρη στην πρόοδο της χημειοθεραπείας, έχει γίνει μία ιάσιμη μορφήκαρκίνου σε πάνω από 95% των περιπτώσεων. Και μάλιστα, εάν ο καρκίνος διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί σε πρώιμο στάδιο, χωρίς μεταστάσεις, η ίαση είναι δεδομένη. Αλλά ακόμη και αν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, διαγνωστεί με μεταστάσεις, εξακολουθεί να υπάρχει μία πολύ μεγάλη πιθανότητα ίασης. Μάλιστα πολύ υψηλότερη συγκριτικά με άλλους τύπους καρκίνου. Βέβαια, ο ασθενής θα πρέπει για κάποια έτη να πραγματοποιεί σε τακτά χρονικά διαστήματα εξετάσεις ελέγχου (follow up), ώστε να διασφαλίζεται η ελεύθερη νόσου- υποτροπών πορεία του.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί πως η η αφαίρεση του ενός όρχεως και εφόσον ο άλλος είναι φυσιολογικός, δεν επηρεάζεται η σεξουαλική ζωή (η στύση και η επιθυμία (libido) του ασθενούς. Είναι αναμενόμενο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, και καθαρά για ψυχολογικούς λόγους, να επηρεαστούν αρνητικά αλλά πολύ γρήγορα ο άνδρας επανέρχεται στην πρότερη κατάσταση. Η γονιμότητα, όμως μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά είτε από τον ίδιο τον καρκίνο είτε από τις συμπληρωματικές θεραπείες (χημειοθεραπεία-ακτινοβολία). Για αυτό συστήνεται σε όλους τους ασθενείς να γίνεται κατάψυξη σπέρματος πριν τη θεραπεία. Στο 50% των ασθενών η γονιμότητα επιστρέφει στο φυσιολογικό μετά το πέρασμα δύο ετών από τη χημειοθεραπεία/ακτινοθεραπεία και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό μετά την πενταετία, περίπου το 80%. Ένα ποσοστό όμως θα παραμείνει μόνιμα υπογόνιμο.
Ας μην ξεχνούμε, λοιπόν, ότι ψηλαφητή μάζα στο όσχεο σε νέο άνδρα και ειδικότερα ανώδυνη πρέπει να θεωρείται ως κακοήθεια μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Η ενημέρωση, η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση, με κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος και υπερηχογράφημα οσχέου μπορεί συχνά να εξασφαλίσει την πλήρη ίαση.