Μια αληθινή ιστορία
Του Φίλιπ Ροθ
Μετάφραση: Τάκης Κίρκης
Εκδόσεις Πόλις, 2012, σελίδες 248
O Φίλιπ Ροθ (1953-2018), σπουδαίος Αμερικανο-Εβραίος συγγραφέας, με την ιδιαίτερη αφηγηματική τέχνη του κατάφερε να κερδίσει πλήθος βραβείων και έλαχε μεγάλης αναγνώρισης και αποδοχής από κοινό και κριτικούς. Τα κείμενά του έχουν εύρος ενδιαφερόντων, όμως η «Πατρική Κληρονομιά» είναι ίσως το μοναδικό, αμιγώς αυτοβιογραφικό βιβλίο του. Είναι μια αληθινή ιστορία, όπως αναγράφεται και στον υπότιτλο. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον 86χρονο πατέρα του Χέρμαν Ροθ από την αρχή της διάγνωσής του με όγκο στον εγκέφαλο μέχρι τον θάνατό του, τρία χρόνια αργότερα.
Η σπονδυλική στήλη που διατρέχει το βιβλίο είναι η νεοπλασματική νόσος του πατέρα με την περιγραφή των αρχικών συμπτωμάτων (αιφνίδια παράλυση τριδύμου και παραμόρφωση του προσώπου), την αναζήτηση αποδεκτού γιατρού, τις συζητήσεις για τις διαγνωστικές προσεγγίσεις, τα αποτελέσματα των εξετάσεων, τα αγωνιώδη διλήμματα για την επιλογή θεραπείας, την εξέλιξη, την επιδείνωση και τελικά τον θάνατο. Με βάση αυτήν την ιστορία, ο Φίλιπ Ροθ με λόγο γοητευτικά γλαφυρό, πυκνό, ελλειπτικό, πολλάκις συμβολικό, ενίοτε με χιούμορ βρίσκει ευκαιρίες και αναπτύσσει παράλληλα πλήθος σκέψεων, γεγονότων, συναισθημάτων, ψυχολογικών παρορμήσεων. Κάνει αναφορές στην κοινωνία και τα έθιμα των Εβραίων της Αμερικής, αναμοχλεύει αναμνήσεις, μπαίνει σε όνειρα, κάνει κριτικές προσώπων και καταστάσεων. Και όλα αυτά μέσα από μνήμες, από ατέρμονες συζητήσεις και χωρίς φιλοσοφικές ή μεταφυσικές αιχμές. Ο Φίλιπ Ροθ έχει πρωτεύον ενδιαφέρον να αναλύσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την προσωπικότητα του πατέρα του: δύσκολος στις σχέσεις, απαιτητικός, με ψυχαναγκαστικό πείσμα, με αναπάντεχες αντιδράσεις ο μέτριας μόρφωσης, παλιός ασφαλιστής Χέρμαν Ροθ δυσκολεύει την προσέγγιση του γιου Φίλιπ Ροθ. Κι αυτή η δυσκολία υπήρχε ανέκαθεν. Πάντα υπήρχε κάτι, σα μια κουρτίνα, που κρατούσε πατέρα και γιο σε απόσταση. Η σκιά του πατέρα έπεφτε βαριά στον γιο: «…Αν όχι στα βιβλία ή στη ζωή μου, πάντως σίγουρα στα όνειρά μου, θα έμενα για πάντα ο μικρός του γιος, με τη συνείδηση του μικρού γιου, όπως ακριβώς κι εκείνος θα παρέμενε εκεί για πάντα όχι απλώς ως πατέρας μου αλλά ως ο πατέρας, κριτής σε ό,τι και αν κάνω», παραδέχεται ο συγγραφέας-γιος στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου του. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για το πλησίασμά τους αποδείχτηκαν οι συνεχείς αναφορές σε μνήμες. «…Να μη ξεχνάς τίποτε –αυτό λέει η επιγραφή στον θυρεό του. Για εκείνον, το να είσαι ζωντανός σημαίνει να είσαι ολόκληρος μνήμη- για εκείνον, αν ένας άνθρωπος δεν είναι ολόκληρος μνήμη, δεν είναι τίποτα». Mέσα από ατέρμονες συζητήσεις ταξίδευαν μαζί σε παλιά χρόνια, ιστορίες της παιδικής ηλικίας, σε σκηνικά με την -πεθαμένη πια- αγαπημένη σύζυγο και μητέρα (που ποτέ δεν ξεπέρασε ο Χέρμαν, παρά τον νέο γάμο του), σε πολιτικά συμβάντα, σε Εβραίους πυγμάχους-θρύλους και αθλητικά γεγονότα, σε φλερτ, σε φίλους, γειτονιές, πολιτείες, σε Εβραϊκές ιστορίες, σε θρησκευτικά ήθη και έθιμα. Πατέρα και γιος εγκαταλείπουν τη θλιβερή παρουσία της αρρώστιας και συμπορεύονται στο παρελθόν για να μπορούν να συνυπάρξουν στο παρόν. Mέσα σε αυτό το ταξίδι ο γιος ξαναγνωρίζει τον δύσκολο πατέρα του, ξαναδοκιμάζει τα αγαπητικά του αισθήματα, αποκαλύπτει τα έντονα συγκρουσιακά στοιχεία της σχέσης, πλησιάζει με εργαλείο τη φροντίδα, εκφράζει τη συγκίνησή του για το βάσανο και την ταλαιπωρία του πατέρα, απορεί για τις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του, συμπονάει την μοναχική πορεία του ασθενούς προς τον θάνατο. «…Εκείνος ήταν απόλυτα απομονωμένος μέσα σ’ ένα σώμα που είχε καταντήσει μια τρομακτική φυλακή χωρίς δυνατότητα διαφυγής, ένα κλουβί μέσα σε σφαγείο».
Ο Ροθ σε πολλά σημεία θρηνεί για την αρρώστια, την παραμόρφωση, την ανημποριά, την τραγωδία του καρκινοπαθούς γέροντα πατέρα του. «…Το επόμενο πρωί, είδε στον καθρέπτη του μπάνιου πως το μισό του πρόσωπο δεν ήταν πια δικό του. Αυτό που την προηγουμένη έμοιαζε με εκείνον, τώρα δεν έμοιαζε με κανέναν…», «το φαγητό είχε καταντήσει τόσο επίπονη δοκιμασία, είχε χάσει κι όλο αυτό το βάρος και φαινόταν πια τόσο θλιβερά υποσιτισμένος», «…μέσα σε πέντε εβδομάδες από την τελευταία φορά που τον είδα είχε μεταμορφωθεί με τρόπο φρικτό σε ένα ασθενικό ανθρωπάκι».
Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές συγκλονιστικές σκηνές που κάποιες από αυτές έχουν έντονο συμβολισμό, όπως π.χ. η διήγηση της μετάβασής του με ταξί στο Νοσοκομείο -όπου θα γινόταν η βιοψία του όγκου, που μέσα από έναν ιδιοφυή διάλογο αποκαλύπτεται στον αναγνώστη ότι ο οδηγός του ταξί ήταν ουσιαστικά η σκοτεινή πλευρά του υποσυνείδητου του ιδίου του συγγραφέα. Επίσης συνταρακτικές είναι οι παραπομπές στα δράματα του Εβραϊκού έθνους (διωγμοί, μεταναστεύσεις, ολοκαύτωμα, ρατσισμός), οι σχολιασμοί –έμμεσοι και άμεσοι- για το Αμερικάνικο όνειρο, οι διεισδύσεις σε απόκρυφες θρησκευτικές συνήθειες του Ιουδαϊσμού, που ο Ροθ –παρά τον αθεϊσμό του- τις χειρίζεται με σεβασμό και δέος.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ξετυλίγονται οι δραματικές στιγμές της αναχώρησης του πατέρα Χέρμαν Ροθ. Αλλά οι στιγμές ήταν δραματικές και για τον γιο Φίλιπ Ροθ. Συντριμμένος καταθέτει τoν θρήνο του για τον πατέρα που ψυχορραγεί. Πρώτα, η αγωνιώδης και ενοχική απόφαση να μην επιτραπεί η διασωλήνωση του δυσπνοούντος πατέρα. «…Χρειάστηκε να μείνω εκεί πάρα πολλή ώρα μέχρι να γείρω όσο γινόταν πιο κοντά του και με τα χείλη μου ν’ αγγίζουν το βουλιαγμένο, το ρημαγμένο του πρόσωπο, να καταφέρω τελικά να ψιθυρίσω, “Μπαμπά, πρέπει να σ’ αφήσω να φύγεις πια”. Ήταν ήδη πολλές ώρες αναίσθητος και δεν μπορούσε να μ’ ακούσει, κι ωστόσο έτσι σοκαρισμένος και κατάπληκτος και κλαίγοντας, του το επανέλαβα ξανά και ξανά, μέχρι που το πίστεψα κι ο ίδιος». Και μετά ο σκληρός θάνατος. «…Είναι δύσκολη δουλειά ο θάνατος, κι ο πατέρας μου ήταν δουλευταράς. Είναι φρικτό πράγμα ο θάνατος, και ο πατέρας μου πέθαινε. Του έπιασα το χέρι, που τουλάχιστον ακόμα θύμιζε το χέρι του’ του χάιδεψα το μέτωπο, που τουλάχιστον ακόμα θύμιζε το μέτωπό του’ και του είπα ένα σωρό πράγματα που δεν μπορούσε πια να ακούσει. Ευτυχώς, εκείνο το πρωί δεν του είπα τίποτα που δεν το ήξερε ήδη». Και μετά τον σκληρό θάνατο του πατέρα οι δύσκολες μέρες, τα αινιγματικά όνειρα, οι πένθιμες σκέψεις, οι ενοχές.
Για τον Φίλιπ Ροθ, ο Χέρμαν ήταν «…όχι ένας απλός πατέρας, αλλά ο πατέρας, με όλα όσα μισείς σ’ έναν πατέρα και με όλα όσα αγαπάς». Από αυτόν κληρονόμησε το χάρισμα της αφήγησης και την εμμονή στις μνήμες. Στο βιβλίο του ο Φίλιπ Ροθ παραδέχεται ότι μιλάει ουσιαστικά την ίδια γλώσσα με τον πατέρα του, που από αυτόν την έμαθε: «Ο πατέρας μου μου δίδαξε τη γλώσσα του δρόμου. Γιατί ήταν ο ίδιος η γλώσσα του δρόμου, αντι-ποιητικός και εκφραστικός και πάντα καίριος, με όλους τους εξόφθαλμους περιορισμούς της γλώσσας του δρόμου και την ανεξάντλητη δύναμή της». Και αυτή τη δύναμη της λιτότητας στη γλώσσα και στην αφήγηση προτίμησε ο Φίλιπ Ροθ για να διηγηθεί μια ιστορία καρκίνου και να ξετυλίξει το μπερδεμένο κουβάρι με το οποίο ο καρκίνος δένει ψυχές και σχέσεις. Μήπως ο λόγος του πατέρα ήταν εντέλει η Πατρική Κληρονομιά;