Παρίσι. Στο ασπρόμαυρο φίλμ Cléo de 5 à 7 της Agnès Varda γυρισμένο σε ντοκιμαντερίστικη φόρμα, ο φακός παρακολουθεί για ένα δίωρο τη ζωή μιας Γαλλίδας που ακτινοβολεί με τη ομορφιά των νιάτων της, σε ένα απίστευτα ρομαντικό Παρίσι του 1962. Ζει μια άχαρη ζωή που δεν την γεμίζει και ξοδεύει ένα απόγευμα σε μια άσκοπη βόλτα σε μαγαζιά, καφέ και σε πάρκα (τους κήπους του Λουξεμβούργου) ίσα να περάσει η ώρα για ένα πολύ καθοριστικό ραντεβού. Στις 7 θα δει τον ιατρό της. Το νοσοκομείο είναι το Pitié-Salpêtrière (το αντικαρκινικό του Παρισιού). Η συνάντηση είναι αρκετά ανορθόδοξη. Περιμένει στο παγκάκι στο προαύλιο χώρο του νοσοκομείου συνοδευόμενη από ένα νεαρό στρατιώτη – λάφυρο της περιπλάνησης – έναν άγνωστο συνοδοιπόρο που και αυτός έχει ένα αβέβαιο μέλλον, έχει φύλλο πορείας για το μέτωπο της Αλγερίας. Ο γιατρός καταφθάνει εποχούμενος σταματάει το αυτοκίνητο μπροστά τους κατεβάζει το τζάμι και τους λέει : “τα πράγματα είναι σοβαρά δεσποινίς, έχετε πιθανώς καρκίνο, πιστεύω όμως κύριε, ότι η αδελφή σας τελικά θα πάει καλά”. Ανεβάζει το τζάμι και φεύγει. Έτσι απλά όπως βάζουμε βενζίνη. Όσο για την Cléo ούτε κραυγές, ούτε ψίθυροι, ούτε οργή ούτε θρήνος. Μια ζωή χωρίς νόημα, με αρρώστια ή χωρίς, το ίδιο κάνει.
Θεσσαλονίκη. Ο οδοντίατρος Τάσoς Χατζητάτσης (1945-2008) πιθανότατα αυτοβιογραφείται σε ένα διήγημα του με τον σημαδιακό επίτιτλο “Oριστικά ημιτελές” της συλλογής Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί (1), περιγράφοντας με κινηματογραφικό τρόπο μια άλλη συνάντηση. Στο μεσοδιάστημα των χημειοθεραπειών χάριζε στο εαυτό του την απόλαυση ενός καφέ, βυθισμένος σε σκέψεις στο πλάι της πλατείας Ναυαρίνου με τα αρχαία. Μια παλιά φίλη μαθαίνει για το δράμα του και μιλημένη περνάει δήθεν τυχαία. Την αναγνωρίζει από μακριά από εκείνο το χαρακτηριστικό διστακτικό, ανήσυχο, “το βηματισμό του ελαφιού” και τα λένε. Αυτό που σημαδεύει την συζήτηση είναι το ερώτημα της: “κλαίς, όμως, αγάπη μου τα βράδια;”. Cut, αυλαία σε δύο παράλληλες ιστορίες της απίστευτης ανθρώπινης περιπέτειας.
Μετέωροι πρωταγωνιστές, πρόωρες απουσίες. Μπροστά όμως η ζωή συνεχίζει, αγνοεί το προσωπικό τους δράμα και πορεύεται χωρίς αυτούς. Αν και όλα αλλάζουν, τα πρωινά πάντοτε ρουτινιάρικα οι πόλεις θα ξυπνούν, τα σπουργίτια θα τσιμπολογούν στα πεζοδρόμια, τα bistrot και τα καφέ θα βγάζουν τα τραπεζάκια έξω και τα ταξί θα πιάνουν σειρά στις πιάτσες.
Αφορμή για αυτές τις ιστορίες είναι η άποψη που ξενίζει κάπως στα δοκίμια της Joanna Bourke (2) για “την πολιτική οικονομία της συμπόνιας”. Πιστεύει – κόντρα σε όσους δείχνουν και σε όσους είναι γενναίοι, αλλά απελπιστικά μόνοι – ότι τελικά δεν θα τα καταφέρουν. Θεωρεί ότι χωρίς κοινό, χωρίς τους άλλους, δεν υπάρχει περίπτωση ιδιωτικής κατάκτησης της παρηγοριάς. Ίσως να έχει δίκιο. Δίνει πολύ αναλυτικά την ιστορική εξέλιξη του πόνου στο δυτικό κόσμο μέσα από τις κατακτήσεις της ιατρικής, των συστημάτων περίθαλψης και της αλληλεγγύης των πολιτών. Πόσο όμως μπορεί να μένει απ’ έξω η προσωπική αναμέτρηση με τον πόνο;
Το πρόβλημα είναι ότι ο κοινός βίος σήμερα δεν είναι ούτε γαλήνιος ούτε νηφάλιος. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι έχει ανατροπές με σημείο εκκίνησης την οικονομική κρίση. Ο εξορθολογισμός των διογκούμενων δαπανών υγείας για τις νεωτεριστικές τεχνικές και τα πανάκριβα φάρμακα μοιάζει ανέφικτος. Η χώρα μας μη έχοντας άποψη, λόγω έλλειψης εθνικών μηχανισμών αξιολόγησης του προσδοκώμενου οφέλους (Health technology Assessments) κάτι σαν το NICE της Αγγλίας, είναι δέσμια κατευθυντηρίων γραμμών που πορεύονται από άλλα κέντρα.
Δίκαια θα αναρωτηθεί κάποιος όπως το ποντίκι- πειραματόζωο του Αρκά (3): “Μα γιατί τα βλέπεις όλα μαύρα; Η ζωή εδώ έχει δύο πλευρές : τη άσχημη πλευρά και την πολύ άσχημη πλευρά”.
Θυμηθείτε ότι “πένης και άρρωστος διπλούς εστί πτωχός” (4). Όλα μαύρα λοιπόν; Όχι απαραίτητα.
Εξηγούμαι: βεβαίως και από την μια “η σκαρταδούρα της ανθρωπότητας” (5) εξωθείται στο έσχατο περιθώριο. Όμως, επικοινωνούμε και μοιραζόμαστε και καθώς τώρα οι συνθήκες το καλούν, έχουμε πράγματι μια έκρηξη αλληλεγγύης και συμπαράστασης από “ξένους”, πέρα από όσους θεωρούμε δεδομένους (φίλους και συγγενείς). Ευγνώμονες για όσους βοηθούν και για τους υπόλοιπους μια ευχή: να μην βλέπουμε μόνο την κακή τους πλευρά.
Ένα καίριο ερώτημα είναι αν η δύναμη των αδυνάτων μπορεί να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες των δυνατών και να υπερισχύσει. Βλέπε την ανησυχία της αγοράς για το φαινόμενο “ντόμινο” από την χαμηλή εθνική τιμή κοστολόγησης φαρμάκων.
Η τραγωδία είναι ότι “η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει την δική σου μελαγχολία” έτσι δεν μπορεί να τα περιμένουμε όλα μόνο από την κοινωνική διαπραγμάτευση. Στις ώρες που στεκόμαστε “ενώπιος ενωπίω” δεν υπάρχει συναθρώπινη συμπαράσταση. Τότε πρέπει να καθαρίσουμε μόνοι μας, με ότι Θείο ή άλλο παρηγορεί την υπαρξιακή αγωνία μας. Ευτυχείς όσοι βιώνουν την κατάσταση αυτή με βεβαιότητες, έχοντας βρει την μόνη διαρκή και σίγουρη παραμυθία και παρηγορία .
Όπως και να έχει όμως τα σημάδια μένουν πάνω μας, “souffrir passe, avoir souffert ne passe pas” (ο πόνος περνάει, το ότι πονέσαμε ποτέ).
Νίκος Καρβούνης
Ογκολόγος παθολόγος
Διοικητής 2ης ΥΠΕ Πειραιώς και νήσων Αιγαίου
Email: nickolas.karvounis@gmail.com
Παραπομπές
- Joanna Bourke, The pain story, from prayers to painkillers: Oxford University Press, 2014
- Τασoς Χατζητάτσης, Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί: Πόλις, 2009
- Αρκάς, Τα πειραματόζωα, έχω πολλά στο μυαλό μου: γράμματα, 2006
- Αγιος Γρηγόριος Νύσσης, Περί φιλοπτωχίας και ευποιίας, Λόγος Α΄, PG τομ 46
- Δημήτρις Βεργέτης , Αληthια τεύχος 7 , Άνοιξη 2013 σελ 7: Πατάκης
Αντιγράφω από αυτή την παραπομπή: “Για την νέοφιλελευθερη πολιτική βούληση, συνταξιούχοι, μη ανακυκλώσιμοι άνεργοι, χρόνια ψυχικά πάσχοντες, κατατρεγμένοι μετανάστες , άτομα με ειδικές ανάγκες καθώς και τμήματα της νεολαίας δεν αποτελούν ενσωματώσιμους πληθυσμούς και νόμιμες κοινωνικές ομάδες, αλλά παράνομες υπάρξεις και αντιμετωπίζονται ως η σκαρταδούρα της ανθρωπότητας”.
Oι φωτογραφίες είναι των φίλων και συγγενών εν πνεύματι, Δημήτρη Αυγουστίδη ψυχολόγου από το Παρίσι (το παγκάκι της Cléo κάτω δεξιά) και του συναδέλφου Γιάννη Μπουκοβίνα από την Θεσσαλονίκη (το καφέ πνίγεται στο δάσος των πολυκατοικιών).
Η ορθογραφία των παραπομπών και του κειμένου έχει την αναπηρία του μονοτονικού, αλλά κατά άλλα είναι ελεγμένη.