
Στο φετινό συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Ογκολογίας (ASCO2025) ανακοινώθηκαν μελέτες που μόνο περιορισμένα πρόκειται να αλλάξουν την καθημερινή κλινική πρακτική μας στους γυναικολογικούς καρκίνους. Ωστόσο υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές παρουσιάσεις που μπορούν να βοηθήσουν να εξατομικεύσουμε τη χρήση των καθιερωμένων θεραπειών στα νεοπλάσματα αυτά.
Κατ΄αρχήν για τον καρκίνο ωοθηκών ανακοινώθηκε η μελέτη TRUST που αφορά τη χειρουργική αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου ωοθηκών. Την τελευταία δεκαετία είχαν ανακοινωθεί ήδη 4 μελέτες που διερευνούσαν το ερώτημα αν μια γυναίκα με προχωρημένο καρκίνο ωοθηκών πρέπει να χειρουργείται κατά την αρχική διάγνωση ή αφού έχουν λάβει προεγχειρητική χημειοθεραπεία με πακλιταξέλη και καρμποπλατίνη. Όλες οι προηγούμενες μελέτες είχαν συντείνει στο συμπέρασμα ότι καμία από τις δύο πρακτικές δεν υπερτερούσαν αναφορικά με την επιβίωση των ασθενών, είχαν δεχτεί όμως κριτική κυρίως για την ποιότητα των χειρουργικών επεμβάσεωεν που επιτελέστηκαν. Η μελέτη TRUST σχεδιάστηκε ώστε να αποκλείσει αυτόν τον παράγοντα καθώς διενεργήθηκε σε κέντρα που ήταν πιστοποιημένα από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Γυναικολογικής Ογκολογίας (ESGO) για τη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου ωοθηκών. Στη μελέτη TRUST εντάχθηκαν 688 ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν είτε να υποβληθούν σε πρωτογενές κυτταρομειωτικό χειρουργείο ακολουθούμενο από επικουρική χημειοθεραπεία είτε σε νεοεπικουρική χημειοθεραπεία ακολουθούμενη από ενδιάμεσο κυτταρομειωτικό χειρουργείο. Στο πρωτεύον καταληκτικό σημείο που ήταν η συνολική επιβίωση δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μετάξύ των δύο ομάδων (54.3 μήνες στην ομάδα της πρωτογενούς κυτταρομείωσης έναντι 48.3 μηνών στην ομάδα της ενδιάμεσης) (HR 0.89 95%CI: 0.74-1.08; p=0.24). Όμως, όσοι ασθενείς υποβλήθηκαν σε πρωτογενές χειρουργείο είχαν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο διάστημα επιβίωσης χωρίς υποτροπή της νόσου (22.2 μήνες έναντι 19.7 μηνών) (HR 0.80 95%CI: 0.66-0.96; p=0.02) και μάλιστα το περίπου 62% των ασθενών που υπολβήθηκαν σε πρωτογενή κυτταρομείωση που ήταν πλήρης πέτυχαν και τα μεγαλύτερα διαστήματα επιβίωσης χωρίς υποτροπή και συνολικής επιβίωσης (27.9 μήνες και 67.0 μήνες αντίστοιχα). Αναμένονται οι ανακοινώσεις σε επόμενα συνέδρια για τις υποομάδες των ασθενών με βάση τα μοριακά χαρακτηριστικά που πιθανώς να βοηθήσουν στην υιοθέτηση συγκεκριμένων θεραπευτικών στρατηγικών ανα κατηγορία ασθενών. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη TRUST είναι η πρώτη μελέτη που επιβεβαίωσε ότι η πρωτογενής κυτταρομείωση υπερέχει της ενδιάμεσης τουλάχιστον στο χρόνο ως την υποτροπή της νόσου.
Η δεύτερη σημαντική μελέτη που ανακοινώθηκε ήταν η μελέτη ROSELLA για τις ασθενείς με πλατινοάντοχο καρκίνο ωοθηκών. Είναι γνωστό ότι οι θεραπευτικές επιλογές σε αυτό το στάδιο της νόσου είναι περιορισμένες και η πρόγνωση των ασθενών ιδιαίτερα πτωχή. Υπάρχει επομένως μεγάλη ανάγκη για νέες θεραπευτικές στρατηγικές. Τον τελευταίο χρόνο έχει λάβει έγκριση για τις ασθενείς με πλατινοάντοχη νόσο που εκφράζουν σε υψηλά επίπεδα τον υποδοχέα του φυλλικού οξέος το συνδεδεμένο με χημειοθεραπεία αντίσωμα μιρβετουξιμάμπη σοραβτασίνη. Είναι γνωστό όμως ότι οι ασθενείς με υποτροπιάζοντα καρκίνο ωοθηκών υπερκφράζουν τον υποδοχέα των γλυκοκορτικοειδών που αποτελεί και μηχανισμό αντίστασης στις διαθέσιμες θεραπείες. Στη μελέτη ROSELLA, μια φάσης ΙΙΙ πολυκεντρική μελέτη δοκιμάσθηκε η αποτελεσματικότητα της ρελακοριλάντης – ενός εκλεκτικού ανταγωνιστή του υποδοχέα των γλυκοκορτικοειδών – μαζί με τον χημειοθεραπευτικό παράγοντα nab-πακλιταξέλη έναντι της χημειοθεραπείας που αποτελεί και την καθιερωμένη πρακτική για αυτούς τους ασθενείς. Η προσθήκη της ρελακοριλάντης αύξησε στατιστικά σημαντικά τόσο τον χρόνο ως την υποτροπή της νόσου όσο και την συνολική επιβίωση και η ανοχή στο φάρμακο ήταν εξαιρετική καθώς δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στις ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονταν κατά βάση με τη χορήγηση nab-πακλιταξέλης. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης ο συνδυασμός αναμένεται να αποτελέσει μια νέα θεραπευτική επιλογή για τις γυναίκες με πλατινοάντοχο καρκίνο ωοθηκών.
Στο φετινό ASCO ανακοινώθηκε και η μελέτη FIRST μια επίσης φάσης ΙΙΙ πολυκεντρική μελέτη. Ήταν η 4η μελέτη που εξέτασε την αποτελεσματικότητα από την προσθήκη της ανοσοθεραπείας στην καθιερωμένη αγωγή 1ης γραμμής στις ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο ωοθηκών. Στη μελέτη FIRST oι ασθενείς τυχαιοποιούνταν ουσιαστικά σε 2 σκέλη αυτού της χημειοθεραπείας που ακολουθούνταν από θεραπεία συντήρησης με νιραπαρίμπη και του συνδυασμού χημειοθεραπείας με ντοσταρλιμάμπη που ακολουθούνταν από θεραπεία συντήρησης με νιραπαρίμπη και ντοσταρλιμάμπη. Η προσθήκη της ανοσοθεραπείας στην καθιερωμένη αγωγή αύξησε το χρόνο ως την υποτροπή της νόσου στατιστικά σημαντικά από 19.2 μήνες σε 20.6 μήνες αλλά το χρονικό αυτό διάστημα δεν θεωρείται κλινικά σημαντικό. Επίσης δεν διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στην συνολική επιβίωση ή στο διάστημα ως την υποτροπή της νόσου σε υποομάδες κλινικού ενδιαφέροντος όπως οι ασθενείς με θετική έκφραση PD-L1 και οι ασθενείς που είχαν γενωμική αστάθεια. Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα κλείνει ένας κύκλος κλινικών μελετών που εξέτασαν την πιθανή συνεργική δράση της ανοσοθεραπείας με καθιερωμένες θεραπείες συντήρησης στον καρκίνο ωοθηκών όπως είναι η αντιαγγειογενετική αγωγή με μπεβασιζουμάμπη ή/και οι αναστολείς PARP ολαπαρίμπη ή νιραπαρίμπη. Δυστυχώς καμία από αυτές τις κλινικές μελέτες δεν απέδειξε κλινικά σημαντικό όφελος από τη χρήση της ανοσοθεραπείας στην 1η γραμμής αντιμετώπιση στον καρκίνο ωοθηκών.
Στον καρκίνο τραχήλου της μήτρας ανακοινώθηκαν τα τελικά αποτελέσματα της μελέτης KEYNOTE A18 που απέδειξε το όφελος επιβίωσης από την προσθήκη του αντι-PD1 αντισώματος πεμπρολιζουμάμπη στην καθιερωμένη χημειοακτινοθεραπεία για την τοπικά προχωρημένη νόσο. Τα ανανεωμένα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν το όφελος στη συνολική επιβίωση σε όλες τις υποομάδες των ασθενών που εντάχθηκαν στη μελέτη. Η συνδυαστική ταυτόχρονη χημειοακτινοθεραπεία μαζί με πεμπρολιζουμάμπη αποτελεί πλέον την καθιερωμένη αγωγή για αυτή τη νόσο.
Τέλος, προγνωστική σημασία της παρουσίας κυκλοφορούντος καρκινικού DNA (ctDNA) τόσο στον καρκίνο ενδομητρίου όσο και στον καρκίνο τραχήλου της μήτρας αναδείχθηκε από τις διερευνητικές αναλύσεις των φάσεων ΙΙΙ μελετών DUO-E και CALLA αντίστοιχα. Τα δεδομένα αυτά προστίθενται σε προϋπάρχουσες ανακοινώσεις που υπάρχουν σε σειρά νεοπλασιών και δείχνουν την προγνωστική σημασία του ctDNA. Ωστόσο, η τεχνολογία αυτή παραμένει ακόμη ακριβή για την εφαρμογή στην κλινική πράξη και δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να προβλέψει την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων θεραπειών.

Ογκολογίας, Ε.Κ.Π.Α., Ογκολογική Μονάδα, Γ.Ν.Α.
«Αλεξάνδρα»