του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις «Πόλις», 2013, σελίδες 72
Το βιβλίο είναι μια κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου για την αδερφή του, που πέθανε στα 60 της χρόνια από μεταστατικό καρκίνο μαστού, αφού σε όλη τη ζωή της ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από μια ανθεκτική στα φάρμακα επιληψία. Μια εκ βαθέων εξομολόγηση για τον άνθρωπο που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του, τον μόνο που αγάπησε πραγματικά –πέραν των παιδιών του. Σε ένα συμπυκνωμένο κείμενο 60 μόλις σελίδων, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης απλώνεται από την εκθείαση της προσωπικότητας της αδερφής του μέχρι την τραγωδία της αρρώστιάς της και από ψυχολογικές και κοινωνικές επισημάνσεις μέχρι το υπαρξιακό-φιλοσοφικό-θεολογικό ερώτημα του πόνου και του θανάτου.
Η Γιούλα «ήταν από μικρή ένα ταλαντούχο παιδί, ένα προικισμένο πλάσμα: πρώτη μαθήτρια στο Δημοτικό, σημαιοφόρος αργότερα στο Γυμνάσιο όλα τα χρόνια’ ζωγράφιζε καλά, έγραφε ακόμη καλύτερα, τραγουδούσε θαυμάσια, χόρευε όλους τους χορούς. Και πανέμορφη’ το πρόσωπό της από τα σπάνια…». Στα τρυφερά χρόνια της εφηβείας της εκδηλώθηκε η επιληψία, η οποία με τον καιρό αποδείχτηκε ανθεκτική στα φάρμακα και με διαρκή επιδείνωση. Όσο η αρρώστια χειροτέρευε, τόσο μεγάλωνε και το μαρτύριο του αδερφού της: «Περνώ αναρίθμητα βράδια αγωνίας. Κοιμάμαι στην επιφάνεια του ύπνου και πετάγομαι με το παραμικρό τρίξιμο, με τον πιο ανεπαίσθητο θόρυβο, νομίζοντας ότι η Γιούλα έπαθε κάποια κρίση… Τις νύχτες που την ταλάνιζαν οι κρίσεις καθόμουν δίπλα της , εντελώς ανήμπορος, περιμένοντας να ξημερώσει, γιατί τότε καταλάγιαζαν οι κρίσεις της και την έπαιρνε ο ύπνος». Η συντηρητική οικογένεια αποφάσισε να κρατήσει μυστική την αρρώστια της αδερφής. «Το μυστικό αυτό που κουβάλησα αμοίραστο μέσα μου για χρόνια μπορεί να με οδήγησε σε μια μοναχική εσωτερικότητα και να με προφύλαξε από την επιπόλαιη εξωστρέφεια». Η Γιούλα συνέχισε τη δική της μοναχική πορεία. Δεν το έβαλε κάτω, έφυγε από το σπίτι, σπούδασε, αλλά δεν πήρε το πτυχίο της, παντρεύτηκε, φοίτησε σε θεατρικές σχολές και ασχολήθηκε με το θέατρο και την τηλεόραση, αλλά οι κρίσεις συνεχιζόταν. Κι όταν μετά χρόνια κατάλαβε ότι δεν άντεχε να τα βγάλει πέρα και εγκατάλειψε το θέατρο, δεν έδειξε καμιά πικρία, αντίθετα χαιρόταν με τις επιτυχίες των συναδέλφων της.
Το μαρτύριο της Γιούλας διαμόρφωσε όλον τον εσωτερικό κόσμο του αδερφού, τον χαρακτήρα, την συμπεριφορά, τον τρόπο σκέψης του. Ο πόνος για την αδερφή, που δεν τον έλεγε σε κανένα και τον κρατούσε και μεγάλωνε μέσα του, έγινε το μυστικό εργαστήρι της διαμόρφωσής του. Μόνο σε άλλους πονεμένους το εκστόμιζε. «Μόνο με τους άλλους πονεμένους είσαι αληθινός και λες ό,τι πραγματικά θέλεις να πεις». Ευχόταν και προσευχόταν να πάρει ο ίδιος την αρρώστια της αδερφής του, αν ήταν δυνατόν να πεθάνει για να γίνει καλά η Γιούλα. «Όποιος δεν ένιωσε μια φορά έστω στη ζωή του την επιθυμία να πεθάνει για εκείνον που αγαπάει, έχει στερηθεί κάτι ψυχικά πολύτιμο σε τούτη τη ζωή». Το ανήσυχο πνεύμα του και το καρφί του πόνου μέσα του τον γέμιζε πλήθος ερωτημάτων, κυρίως για την αδικία της αρρώστιας και του πόνου. «Η ιστορία της αδερφής μου με οδήγησε από τα εφηβικά μου χρόνια να θεωρώ ότι το κύριο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αρρώστια. Η αρρώστια θέτει, με τον οξύτερο τρόπο, το ζήτημα του νοήματος της ζωής, του Θεού, της σχέσης με τους άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς. Δεν πιστεύω διόλου σε όλη αυτή τη μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του, πιστεύω μόνο ότι όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο ως πολύ ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος. Η αρρώστια, η δική σου και των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά (σταδιοδρομίες, ανέσεις και άλλα τέτοια)».
Τα μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει για τον συμπονούντα αδερφό είναι «η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού. Όλα τα άλλα είναι διανοητικές περιέργειες». Δεν μπορεί να αντέξει την ιδέα ενός ανελέητου Θεού. Δικαιολογεί την απιστία των πολλών ανθρώπων με βάση αυτή την ασυμβατότητα. «Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η πνευματική σημασία του αθεϊσμού, ενός υπαρξιακού αθεϊσμού: υπερασπίζεται τελικά έναν Θεό ελέους, έναν Θεό ταυτισμένο με το αγαθό». Το παράδοξο της συνύπαρξης της αγάπης του Θεού και των βασάνων των αθώων δεσπόζει στο μυαλό του συγγραφέα. Το ζήτημα αυτό το θεωρεί ουσιαστικά αναπάντητο. «Είναι ζήτημα πίστης και θα μένει πάντα εκεί για να δοκιμάζει τη θρησκευόμενη συνείδηση, κατά το μέτρο της πίστης της». Διαβάζει, ψάχνει, ρωτάει, προσπαθεί να ερμηνεύσει. Η μόνη συγγραφέας που τον αναπαύει είναι η (αβάπτιστη Χριστιανή) Σιμόν Βέϊλ. Μελετά τα βιβλία της, αναλύει τη σκέψη της, αποθησαυρίζει τις απόψεις της. «Πώς να αγαπήσεις έναν Θεό που αποσύρεται και αφήνει να υποφέρουν άδικα τα πλάσματά του, όσο και αν αυτή η απόσυρση γίνεται προς χάριν της δικής σου ελευθερίας; Μόνο αν μπορέσεις να δεις αυτό το αποτράβηγμα του Θεού ως έκφραση της αγάπης του. Αυτό είναι το μέγα μυστήριο, που αποκαλύπτεται, χαρίζεται, μόνο σε όσους παραιτηθούν και αυτοί, κατά μίμηση Θεού, από τη δύναμή τους. Η ανθρώπινη οδύνη, σε όλες τις μορφές της, αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για να φτάσει κανείς στον Θεό ως αγάπη, γι’ αυτό και πρέπει να μείνει για πάντα απαρηγόρητη και ανεξήγητη. Ο ίδιος ο Θεός αποσύρεται από αγάπη, για να οδηγήσει τον άνθρωπο να τον αναζητήσει και να τον αγαπήσει. Η οδύνη αποτελεί το σημείο υπεροχής του ανθρώπου έναντι του Θεού…». Για την Βέϊλ υπάρχει «η μυστική βεβαιότητα ότι ο πόνος είναι έκφραση της αγάπης του Θεού, ότι ο Θεός, σε όλες του τις ενέργειες, είναι αγάπη». Συμπυκνώνει την φιλοσοφία της Βέϊλ: «Μόνο για εκείνον που γνώρισε την καθαρή χαρά, έστω και για μια στιγμή, και γεύτηκε την ομορφιά του κόσμου, γιατί είναι το ίδιο πράγμα, μόνο για εκείνον η δυστυχία είναι κάτι σπαραχτικό. Ταυτόχρονα, μόνο εκείνος δεν αξίζει αυτή τη τιμωρία. Αλλά για εκείνον δεν είναι τιμωρία, είναι ο ίδιος ο Θεός που του παίρνει το χέρι και το σφίγγει λίγο δυνατά. Γιατί, αν μείνει πιστός, στο βάθος της κραυγής του θα βρει το μαργαριτάρι της σιωπής του Θεού».
Η Γιούλα συνέχισε τη ζωή της, χώρισε, έκανε δεύτερο γάμο και πάντα ξεχώριζε για το θάρρος, την αφοβία, για την ασύλληπτη χαρά της ζωής, «ήταν με το μέρος της ζωής». Αποφάσισε να διακόψει τα φάρμακα μπαίνοντας έτσι σε πολλές περιπέτειες, πλανεμένη από αδίστακτους γιατρούς που την εκμεταλλεύτηκαν. Έφτασε μέχρι και σε status epilepticus. Κι ενώ με νεότερα φάρμακα που της δόθηκαν απαλλάχτηκε από την επιληψία, εντούτοις η Γιούλα ακολούθησε αυτοκαταστροφική πορεία με σειρά προβλημάτων μέχρι τον μεταστατικό καρκίνο και τον θάνατο. Η επίδραση της προσωπικότητας και του τρόπου ζωής της πάνω στον αδερφό της ήταν τόσο καταλυτικά που ο ίδιος έφτασε να πιστεύει ότι «η αδερφή μου είχε φτάσει στην αγιότητα… Μιλάω εδώ για την καθαυτό αγιότητα, όχι την ανακηρυγμένη. Τούτη η αγιότητα προϋποθέτει αρχικώς και κυρίως την παραίτηση από κάθε ίχνος δύναμης, την πλήρη απογύμνωση. Η αδερφή μου είχε παραιτηθεί από όλα, δεν διεκδικούσε τίποτε, δεν ήθελε να πετύχει τίποτε. Ήταν πρώτη και έγινε έσχατη».
Η ανημποριά της αρρώστιας οδηγεί στην απελπισία και στην αναζήτηση του Θεού, ο οποίος όμως επίμονα σιωπά. Αλλά πριν ο καθένας μας αρχίσει να διαμαρτύρεται και να φιλοσοφεί και να θεολογεί και να δηλώνει πιστός ή άπιστος, ας μάθει ότι: «όποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο, (αυτός) είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας». Και «όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σε αυτόν τον κόσμο, δεν θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων, των ξένων. Αν δεν ακούει την κραυγή των πενήτων, την κραυγή της απελπισίας τους και της οργής τους, δεν έχει ακούσει ούτε τον Λόγο του Θεού. Στο πρόσωπό τους μόνο θα δει Θεού πρόσωπο».