Log In
01/06/2020

Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς

Του Λέοντος Τολστόι

Μετάφραση: Νίκος Αλεξίου

Εκδόσεις Ηριδανός, 2019, σελίδες 128

«Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» είναι από τα πλέον γνωστά διηγήματα του Λέοντος Τολστόι, ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της Παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Ιβάν Ιλίτς, ανώτερος δικαστικός υπάλληλος καριέρας, πάσχει από μία χρόνια, επώδυνη, ανίατη νόσο που τον οδηγεί αργά και βασανιστικά στο θάνατο. Ο Τολστόι δεν καταγράφει ακριβώς τη νόσο, όμως από έμμεσες αναφορές των συμπτωμάτων (χρόνιο, ισχυρό κοιλιακό άλγος που απαιτεί μορφίνη, ανορεξία, μεγάλη καταβολή, απίσχναση, απουσία πυρετού, κλπ) παραπέμπει σε νόσο που θα μπορούσε να ήταν νεοπλασματικής φύσεως (για αυτό και η παρουσίαση του διηγήματος σε αυτή τη στήλη). Βέβαια, γίνεται αντιληπτό, ότι ο συγγραφέας δεν έχει λόγο να περιγράψει με ιατρικούς όρους την αρρώστια του Ιβάν Ιλίτς, αφού κύριος στόχος είναι να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στην εσωτερική αρρώστια και τα πάθη του ήρωά του. Στόχος του είναι να ξετυλίξει το κουβάρι των σύνθετων εσωτερικών διεργασιών ενός ασθενούς ανθρώπου που οδηγείται μέρα με τη μέρα προς τον θάνατο, τον οποίο, όπως είναι φυσικό, δεν τον θέλει. Να αναλύσει τις αλλαγές των αισθημάτων και συναισθημάτων προς συγκεκριμένους ανθρώπους, δικούς και ξένους, να βυθιστεί στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής, να αναλύσει τις διαφοροποιήσεις των συμπεριφορών, να διαυγάσει τις ανατροπές των ψευδών βεβαιοτήτων της ζωής και να φτάσει στη περιγραφή της πλήρους αναδόμησης του προσώπου απέναντι στο υπαρξιακό ερώτημα της ζωής, της φθοράς και του θανάτου. Για όλα αυτά ο Τολστόι επέλεξε σαν βασικό του εργαλείο την αρρώστια, τον πόνο και τον φόβο του θανάτου ενός συνηθισμένου ανθρώπου.

Η ροή του κειμένου είναι αριστουργηματική, αποκαλύπτοντας την τεράστια προσωπικότητα του Λ. Τολστόι. Με μοναδική τέχνη και μαεστρία, με απλούς διαλόγους και περιγραφές, στήνει με φυσικό, αβίαστο τρόπο τους αναβαθμούς μιας φανταστικής κλίμακας που ξεκινάει από τα πάθη και τα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης και καταλήγει σε ουσιώδεις απαντήσεις στο ζήτημα της φύσεως του θανάτου και της σωτηρίας της ψυχής. Μέσα στις σκέψεις και πράξεις του Ιβάν Ιλίτς βλέπει κανείς τη Παγκόσμια Ιστορία του ανθρώπου, συναντά κανείς τον εαυτό του. Όλα ξεκινούν με όνειρα και μέσα από τις βιοτικές και επαγγελματικές ανάγκες, σε μια κοινωνία περιτριγυρισμένη εν πολλοίς από νοσηρούς, επίπεδους, κυνικούς ανθρώπους η ζωή του Ιβάν Ιλίτς (και του καθενός) παίρνει το στραβό δρόμο. Εγωισμός, φιλοδοξίες, ανταγωνισμοί, πάθη, ματαιοδοξία, φιλαρέσκεια, ανάγκη κοινωνικής ανέλιξης και αποδοχής, ναρκισσισμός, όνειρα απατηλά, ειρωνεία, ταξικοί ταπεινωτικοί διαχωρισμοί, απαξίωση του διαφορετικού αναδεικνύονται και φανερώνουν την εσωτερική παθολογία του Ιβάν Ιλίτς. Ο έρωτας και ο γάμος που ακολούθησε ξεκίνησαν με μέρες λαμπρές, όμως οι πλαστές επιλογές του ζεύγους έγιναν αιτία γρήγορα η σχέση να γίνει μια απλή κοινωνική, συμβατική, στεγνή συνθήκη. Το μίσος πλημμύρισε το ζευγάρι και ο θάνατος της σχέσης δεν άργησε να φανεί. Όλα πια γίνονται ψεύτικα και σαθρά’ πράξεις, συναισθήματα, εργασία, κοινωνικές και επαγγελματικές σχέσεις αποστειρώθηκαν από κάθε πνεύμα αλήθειας, ευγένειας και αυθεντικότητας.

Μέχρι που ήλθε η αρρώστια. Η προοδευτική επιδείνωση της υγείας του Ιβάν Ιλίτς άνοιγε σιγά-σιγά τη κουρτίνα της αυλαίας του θεάτρου της ζωής. Άρχισαν να αποκαλύπτονται τα ψευδή και απατηλά του κοινωνικού περίγυρου, η ματαιότητα των επαγγελματικών και κοινωνικών επιτυχιών, των σάπιων σχέσεων και αισθημάτων με τους φίλους και με τη σύζυγό του. Αλλοιώθηκε το περιβάλλον. Η ζωή του γέμισε φόβο, πανικό, οργή, αγωνία για τη ζωή που νοιώθει ότι του φεύγει από το σώμα. Συνειδητοποιούσε τη πλήρη ανατροπή της μέχρι τότε λογικής που είχε για τη ζωή και τους ανθρώπους’ προέκυψε σκληρό το αδιανόητο του θανάτου. Μέσα από τις μνήμες του άρχισε να αναδεικνύεται στην αρχή δειλά, αλλά αργότερα μεγαλόπρεπα η μοναδικότητα του προσώπου. Ο σωματικός πόνος διαρκώς επιδεινωνόταν και μαζί με αυτόν επιτεινόταν ο πόνος της ψυχής του για τον τρόπο που μέχρι τότε έβλεπε τη ζωή του. Ο πόνος απέκτησε πρόσωπο, τον έβλεπε κατάματα, μιλούσε μαζί του. Μέσα από τον πόνο έβλεπε πλέον καθαρά την προηγούμενη ψεύτικη ζωή του που ήταν γεμάτη ματαιοδοξία, ναρκισσισμό και πάθη.

Ο πόνος κατάντησε ένα μαρτύριο. Και τότε άρχιζε να αναφαίνεται η αδήριτη ανάγκη της αγαπητικής παρουσίας ενός ανθρώπου δίπλα του. Τα συναισθήματα προς τη γυναίκα του είχαν φτάσει σε οριακά σημεία μίσους εκατέρωθεν. Απέδιδε σε αυτήν όλα τα δεινά που υφίσταται. Παρακαλούσε να πεθάνει, αλλά πέθαινε αυτός και το γεγονός τούτο του πολλαπλασίαζε τη ζήλεια και το μίσος. Βρήκε παρηγοριά στον υπηρέτη του, στον μόνο άνθρωπο που τον συμπαραστάθηκε με άδολη αγάπη, προσφορά και τρυφερότητα. Ο Γεράσιμος ήταν ο μόνος που με την παρουσία του του γλύκαινε τον πόνο. Όλοι οι άλλοι ήταν ξένοι’ η οικογένεια, οι φίλοι, οι γιατροί, άπαντες μετατράπηκαν σε εκφραστές ψέματος και υποκρισίας. Φόβος και τρόμος, μοναξιά και αγωνία θανάτου τον κατέλαβαν. Συνεχώς έφθινε. Ένα αδιέξοδο είχε πάντα μπροστά στα μάτια του. Οι συνομιλίες με τον εαυτό του, με τη ψυχή του είναι συνταρακτικές: έφτανε σε οδυνηρές παραδοχές ότι όλα στη ζωή του ήταν ψεύτικα και μάταια, πλην από την παιδική του ηλικία που ήταν η μόνη φωτεινή περίοδος. Όσο πλησίαζε στο σήμερα τόσο πιο ασήμαντες οι χαρές. Ο εσωτερικός κόσμος έγινε ένα εκκρεμές ανάμεσα στην ελπίδα της ίασης και της απελπισίας του θανάτου. Η απελπισία όμως κατανικούσε. Κατάμονος με τους πόνους έψαχνε να βρει λύση στο άλυτο πρόβλημά του. Απέραντη μοναξιά. Τον περιτύλιγαν ενοχές πως όλα που έζησε ήταν μια φοβερή πλάνη που του έκρυβε την αλήθεια της ζωής και του θανάτου. Διαμαρτυρόταν στο Θεό. Μια επιφανειακή θρησκευτικότητα τον οδήγησε στην εξομολόγηση και μετάληψη, αλλά και πάλι δεν αναπαύτηκε. Δεν μπόρεσε να αποτινάξει από πάνω του το ψέμα και τον πόνο, που εκτός από σωματικός έγινε πια υπαρξιακός.

Οι τρεις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν μαρτυρικές. Λίγες ώρες, όμως, πριν τον θάνατό του διαδραματίστηκαν οι μεγάλες ανατροπές. Το τριήμερο μαρτύριο κατέληξε στην πλήρη συνειδητοποίηση ότι η ζωή του δεν ήταν αυτή που έπρεπε. Αλλά στο ερώτημα «Μα τι είναι ε κ ε ί ν ο που πρέπει;» δεν μπορούσε να απαντήσει. «Όμως σώπασε στήνοντας αυτί ν’ ακούσει την απόκριση», γράφει ο Τολστόι. «Τότε ακριβώς αισθάνθηκε πως κάποιος του φιλάει το χέρι του. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρυσε το γιό του. Ένιωσε μια συμπόνια γι’ αυτόν. Πλησίασε κι η γυναίκα του. Από τη μύτη της και τα μάγουλά της τρέχανε δάκρυα. Το πρόσωπό της φανέρωνε απόγνωση. Τη λυπήθηκε». Έπρεπε λοιπόν να σιωπήσει για να έλθει η απάντηση. Κι έπρεπε να αδειάσει, να ξεχάσει τον εαυτό του, να κοιτάξει τους διπλανούς του. Και τότε η απάντηση ήλθε από μόνη της. Συνειδητοποίησε αμέσως ότι δεν υποφέρει μόνο αυτός, αλλά και οι διπλανοί του. Η έξοδος από τον εαυτό και η συμπόνια προς τους άλλους μεσούντος του μαρτυρίου ήταν η μεγάλη ανατροπή. Ήθελε να ζητήσει και συγγνώμη από τη γυναίκα του. «Και απότομα αισθάνθηκε έντονα πως αυτό που τον βασάνιζε και το τυραννούσε και δεν τον άφηνε ούτε στιγμή, άρχισε ξαφνικά να ξεχυλάει από όλες τις μεριές του κορμιού του και να τον εγκαταλείπει». Η ανάγκη του να τους λυτρώσει από τον δικό τους πόνο, που αίτιος ήταν αυτός, λύτρωσε και τον ίδιο. «Τι όμορφο, τι απλό που είναι! Σκέφτηκε. Και ο πόνος; Αναρωτήθηκε. Αυτόν τι θα τον κάνω; Ε, τι έγινες πόνε μου; Έστησε τα’ αυτί του να αφουγκραστεί.  Ας’ τον να υπάρχει! Και ο θάνατος; Πού είναι ο θάνατος; Αναζητούσε τον παλιό συνηθισμένο του φόβο απέναντι στο θάνατο και δεν τον έβρισκε. Πού να ‘ναι; Ποιος θάνατος; Δεν υπήρχε φόβος, γιατί δεν υπήρχε και θάνατος. Αντί για το θάνατο, ήταν το φως. Τι χαρά! σιγοψιθύρισε». Το εξαντλημένο κορμί έγειρε να πεθάνει. «Ξεψύχησε, ακούστηκε να λέει κάποιος». Ακούγοντας το αυτό ο Ιβάν Ιλίτς, ένα δευτερόλεπτο πριν να αφήσει τη ψυχή του, έκανε τη τελευταία σκέψη μέσα του: «Ξεψύχησε ο θάνατος, είπε από μέσα του. Δεν υπάρχει πια θάνατος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, που κόπηκε στη μέση, τεντώθηκε και πέθανε».

Το διήγημα είναι σχετικά μικρής έκτασης, αλλά συγχρόνως απύθμενου βάθους. Ο Τολστόι μπαίνει στα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής και ξεφυλλίζει όλες τις πτυχές. Το διήγημα δεν έχει καμιά συγκεκριμένη εξιστόρηση, καμιά υπόθεση. Όλα διαδραματίζονται μέσα σε μια ψυχή. Η δομή του διηγήματος έχει κλιμακωτή ανάπτυξη. Ξεκινάει από καθαρά ανθρωπολογικής και κοινωνικής φύσεως παρατηρήσεις σχετικές με τη ματαιοδοξία και την ακαλλιέργητη ζωή των πολλών ανθρώπων, βαδίζει παρατηρώντας τις καθαρά ανθρώπινες δραστηριότητες του πρωταγωνιστή στην αρχή της ενήλικης ζωής του, συνεχίζει με τη διαστρέβλωση του τρόπου που βλέπει τη δουλειά του, τους υποδίκους (ο Ιβάν Ιλίτς είναι δικαστής), τους φίλους, περιγράφει τα ανθρώπινα πάθη που αλλοιώνουν πλήρως το νόημα της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων. Η πέννα του Τολστόι παίρνει φωτιά στη διαδρομή της επώδυνης αρρώστιας του ήρωά του, ο οποίος ταλανίζεται από τρόμο, πανικό, φόβο θανάτου. Περιγράφει στην αρχή τις αλγηνές ψυχολογικές διακυμάνσεις που επηρεάζονται από κάθε πλευρά της ζωής, φωτίζει ηθικές πτυχές της προσωπικότητας, απογειώνεται στη φιλοσοφική προσέγγιση και το υπαρξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου και κορυφώνεται ουσιαστικά στο τέλος με την καθαρά θεολογικής φύσεως λυτρωτική διέξοδο στο μυστήριο του πόνου και του θανάτου. Ο Ιβάν Ιλίτς έπρεπε να πονέσει για την μέχρι τότε άδεια και αλλοτριωμένη ζωή του (μετάνοια), να αδειάσει τη ψυχή του για να δει τον πόνο των διπλανών του (αγάπη) για να απαλλαχτεί από τον πόνο και να τον μετατρέψει σε θυσία, φτάνοντας έτσι στην απαλλαγή του τρόμου του θανάτου και στη κατάργηση του θανάτου, συναντώντας όχι σκοτάδια αλλά φως (σωτηρία).

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML