Log In
25/04/2020

Όταν δεν θα είμαι πια εδώ

Του Μισέλ-Μαρί Ζανοττί-Σορκίν

Μετάφραση: Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου

Εκδόσεις «Ατέρμονον», 2017, σελίδες 128

Ο μεσήλικας γιατρός Ζακ Γκωτιέ, που ζει στο Παρίσι, προσβάλλεται από μια επιθετική μορφή καρκίνου. Το προσδόκιμο της ζωής του είναι περίπου έξι μήνες. Συγκλονισμένος από το γεγονός γράφει μια επιστολή στον γιό του Εμμανουέλ με την εντολή να του εγχειριστεί αμέσως μετά τον θάνατό του.

Ο συγγραφέας Μισέλ-Μαρί Ζανοττί-Σορκίν, Ρωμαιοκαθολικός Κληρικός, μουσικο-συνθέτης και στιχουργός, άνθρωπος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με σύγχρονο βιωματικό λόγο και έντονη υπαρξιακή αναζήτηση δεν ξεκαθαρίζει αν ο Ζακ Γκωτιέ και η επιστολή προς το γιό του είναι υπαρκτά ή φανταστικά. Αυτό βέβαια μικρή σημασία έχει. Διότι ο σκοπός του βιβλίου είναι ένας και μοναδικός και στοχεύει τη σύγχρονη εποχή και ιδίως τις νέες γενιές και πώς να κοιτάξουν το θάνατο κατάματα. Να μεταπείσει τη σύγχρονη μαλθακή κοινωνία να μη φοβάται να μιλήσει για το θάνατο, να σκεφτεί, να αναλύσει, να διερωτηθεί, να φιλοσοφήσει, να ασχοληθεί με το μόνο σίγουρο γεγονός που συμβαίνει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αλλά που οι άνθρωποι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αποδεχτούν.

Το βιβλίο είναι ξεχωριστό, γιατί δεν έχει απολύτως καμιά απόχρωση οδύνης ή απελπισίας ή θλίψης ή δράματος. Ο συντάκτης της επιστολής με απλό, τρυφερό λόγο απευθύνεται στο γιό του και του δείχνει το δρόμο όπου οι ταπεινές στιγμές και σταθμοί της ζωής θα ξαναβρούν την απολεσθείσα αλήθεια και την κρυμμένη βαθειά ομορφιά τους. Τίποτε δεν αναδεικνύεται ανώτερο από την παρουσία ενός αγαπημένου ανθρώπου στη ζωή και στη πορεία προς το θάνατο. «…Πρέπει, άραγε, να σε απειλεί η κλεψύδρα για να εκτιμήσεις τη στρωτή, απλοϊκή πορεία μιας βαθειάς αγάπης; Πρέπει να πεθαίνεις για να σταθείς εντέλει θαμπωμένος από τη λάμψη ενός δεσμού;» Απευθυνόμενος στον Εμμανουέλ προσπαθεί να ξυπνήσει τον ίδιο και τη ναρκωμένη νέα γενιά’ να τους εμφυσήσει την ανάγκη της μεταφυσικής. «…Το μεγαλύτερο αμάρτημα του σύγχρονου κόσμου είναι η άρνηση του αοράτου…» γράφει. Η σύγχρονη κοινωνία εθελοτυφλεί, είναι γαντζωμένη στο υλικό, γίνεται αφελής και ευκολόπιστη, κολλημένη στην ψευδαίσθηση και τους μύθους που εκπέμπουν οι οθόνες. «…Παίζετε με το φανταστικό χωρίς ούτε για ένα λεπτό να φαντάζεστε ότι μπορεί να υπάρχουν φαντασμαγορίες μεγαλύτερες από αυτές χάριν των οποίων ξοδεύετε τρελό χρόνο…». Και χρησιμοποιεί τον επικείμενο θάνατο για να αφυπνίσει το γιό του και τη παραπαίουσα νεολαία από τον πνευματικό θάνατο. Του ζητάει να συλλάβει τη χαρά των ασήμαντων στιγμών. Να συγκινηθεί από την αγάπη, την προσφορά και τη θυσία. Να παρηγορήσει τη μητέρα του όχι με άχρηστα λόγια, αλλά με την ενεργό παρουσία. «…Η αγάπη που ξεκινάει από το “πρέπει” δεν έχει διάρκεια, παρ’ όλο που μπορεί να ξεγελά δίνοντας την εντύπωση ότι κάνουμε το καθήκον μας… Ή συμμετέχει η καρδιά ή η αγάπη απουσιάζει…» Κι αλλού: «…Να τί περιμένω απ’ την αγάπη σου, ή αν προτιμάς, απ’ το χέρι σου. Να το ακουμπάς στον ώμο της μαμάς, να της μεταδίδεις ψυχραιμία, χωρίς να προσθέτεις ούτε μια λέξη από οίκτο…»

Ο καρκινοπαθής γιατρός Ζακ Γκωτιέ σε πολλά σημεία δείχνει έμπρακτα τη γενναιότητά του στο δρόμο προς το θάνατο. Απορρίπτει τη τελική νοσηλεία στο Νοσοκομείο μπροστά σε μια τηλεόραση, διασωληνωμένος, με σωληνάκια και ορούς στις φλέβες, μέσα που θα του παρατείνουν άσκοπα τον Γολγοθά του. «…Θέλω να πιαστώ στα χέρια με το θάνατο, να παίξω μαζί του ένα μπρα ντε φερ, όχι αστεία, να έχω τη μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια μέχρι σημείου να τον κοροϊδέψω, όσο κι αν η νίκη του είναι εξασφαλισμένη, χωρίς κανείς να ανακατευτεί στη δική μου τελική μάχη. Για ανακούφιση θα έχω τα αναλγητικά και το χάδι της γυναίκας μου…» Ζορίζει  το γιό του, όταν με θαυμαστή ψυχραιμία δίνει συμβουλές για τον τρόπο που αυτός θα τον συναντήσει νεκρό. «…Έλα αντιμέτωπος, ναι αντιμέτωπος, έλα κοντά μου, εκεί δίπλα μου, σε θέλω. Μείνε ένα λεπτό, κοίτα τη σορό μου, αξίζει τον κόπο…» Τον προτρέπει να μη μείνει στην συναισθηματική, προσωπική θλίψη, αλλά να μετατρέψει το θάνατο του προσφιλούς πατέρα σε ευκαιρία ανατροπής του νοήματος του θανάτου. «…Να σκεφτείς περισσότερο την πραγματικότητα του θανάτου παρά τους δεσμούς που μας ενώνουν και το χωρισμό που επέρχεται…» Τον καθοδηγεί πώς να προσευχηθεί, πώς να ετοιμάσει απέριττα τον νεκρό, πώς να τον ντύσει αποτρέποντας τους ξένους ανθρώπους των γραφείων τελετών, πώς να τον ξυρίσει, πώς να τον πλύνει, πώς να τον κηδεύσει, πώς θα τον θάψει, περιβάλλοντας έτσι τον νεκρό με την ιερότητα που του αρμόζει και όχι με την τυπικότητα που απαιτεί η ψευδεπίγραφη εποχή μας. Κι όλα αυτά γράφονται με λόγια γεμάτα έγνοια και πατρική φροντίδα, ώστε ο θάνατος του πατέρα να γίνει ευκαιρία στο γιό να αναρωτηθεί για το πανανθρώπινο νόημα της ζωής και του θανάτου. Μέσα από την αγάπη. «…Όποιος αγαπάει γνωρίζει. Αυτό είναι όλο…» Αλλά και μέσα από άλλους τρόπους: μέσα από την τρυφερότητα της ποίησης, μέσα από τη σωρευμένη σοφία του ανθρωπίνου πνεύματος, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της θεολογίας (είναι αριστουργηματική η αφήγηση ενός περιπάτου στο κέντρο του Παρισιού, όπου επισκέπτεται πάγκους βιβλιοπωλών, καφέ, πλατείες, το Λούβρο, σπίτια σημαντικών ανθρώπων του Γαλλικού πνεύματος και της τέχνης). «…Πώς να εξηγήσεις την αφοσίωση που νοιώθεις για ανθρώπους που ποτέ δε συνάντησες ζωντανούς; Ότι υπάρχουν και ότι, θέλγοντάς μας με τα έργα τους, μας υποχρεώνουν να ξεφορτωθούμε τον καθαρό ορθολογισμό και να ζήσουμε –όλοι, και οι άθεοι- μεταξύ ουρανού και γης…»

Μην πείτε πως η ζωή είν’ ένα χαρούμενο πανηγύρι

Είτε σαν να επρόκειτο για ένα ασήμαντο πνεύμα είτε για μια άδεια ψυχή

Κυρίως μην την αποκαλέσετε ποτέ: μια ατέλειωτη δυστυχία

Αν και τολμά τόσο λίγο που σύντομα αυτή η τόλμη της στερεύει.

Γελάστε όπως η λύσσα του αέρα χτυπά τα καλάμια την άνοιξη

Δακρύστε όπως το κρύο αεράκι ή το κύμα σκάει στην άμμο

Γευτείτε κάθε ηδονή και κάθε πικρία της

Και αποφανθείτε: είναι χειμαρρώδης επειδή είναι η σκιά ενός ονείρου.

Jean Moréas

«Ναι Εμμανουέλ μου, ο ποιητής έχει δίκιο, μια σκιά είναι η ζωή! Μια σκιά που ακουμπά και απλώνεται και σβήνει πεθαίνοντας κάτω από έναν ήλιο όλο και πιο θλιβερό. Και όμως, βλέπεις, για τίποτε στον κόσμο δε θα ήθελα στα μισά να επιστρέψω πίσω στο άπλετο φως της ημέρας».

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML