Log In
28/07/2017

Εισήγηση στα πλαίσια του 2ου Συνεδρίου “Εξέλιξη & Καρκίνος: Καρκίνος και Ζωή, μια αέναος σχέση” Θεσσαλονίκη Ιούνιος 2017

Αγγίζοντας τα δήλωτα πάθη- Listening to the silent feelings

Δρ Ι. Ξανθάκης Παθολόγος Ογκολόγος

Η ανακοίνωση – Η σκιά του πάσχοντος προσώπου. Αυτός που δεν ξέρω, προσέρχεται ΗΔΗ άρρωστος

Γράφει κάποιος αγαπημένος Γέροντας «Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω». Ο κάθε άρρωστος που προσέρχεται στο χώρο της θεραπείας φέρει το αίτημά του. Στο δικό μας χώρο της θεραπείας, δεν έχει χαθεί μόνον το σθένος – (α/σθενής) ή η ρώμη – (ά/ρρωστος), το ζητούμενο δεν είναι η αντιμετώπιση του κατεπείγοντος ή η αποκατάσταση μιας βλάβης        -συχνά έχω την αίσθηση ότι το πρώτο ζητούμενο είναι το να αντικρίσει κανείς το φόβο: αδήλωτος, αμίλητος, ξορκισμένος, -πανίσχυρος. Αν υπάρχει ζωή λοιπόν, εγώ, ο Άρρωστος, θέλω να ζήσω. Υποτiθέσθω ότι υπάρχει, υποτiθέσθω ότι η προοπτική ζωής με αφορά, ότι ακόμα έχω το δικαίωμα να μετέχω σε αυτήν, ότι μπορώ να μου επιτρέψω σκέψεις, προσδοκίες ή όνειρα για το μέλλον, αν υπάρχει μέλλον και δεν διαπράττω ύβρη και μόνο που με απασχολεί. Στην ουσία, αν νοσώ από καρκίνο είμαι κάτι παραπάνω από τον σφραγιδοφόρο της επαράτου; Ή ακόμα το ανατριχιαστικότερο: χρήστης εκτεταμένων, δαπανηρών, χρονοβόρων και πολύπλοκων Υπηρεσιών Υγείας; Στην ουσία, χρησιμοποιώ μια σειρά λογικών παραδοχών ως αντίβαρο σ έναν τιτάνιο όγκο αρχέγονων, υπέρλογων φόβων αφανισμού της ύπαρξης· αν θέλω να ζήσω, θα πρέπει να απαντήσω στο αν υπάρχει ζωή, μετά, πέρα, εκτός ή έστω δια της νόσου.

Θέλω να ζήσω λοιπόν. Δουλεύουμε πάνω στην κατάφαση της ζωής, μ όλη τη δυσκολία και την πολυπλοκότητά της. Μόνον οι νεαρότεροι από εμάς, έξοχα ανυποψίαστοι, θεωρούμε την επιθυμία για ζωή, αυτονόητη, μοναδικής σημαντικής δεδομένο που εξηγεί την προσέλευση του αρρώστου στη θεραπεία –δεν είναι όμως.

Αν μπορούσα να παραφράσω την έκφραση των παλαιότερων κλινικών, θα συμπλήρωνα στο ιστορικό –ο ασθενής προσήλθε αιτιώμενος: φόβο, απελπισία, πόνο, αμηχανία, αγωνία και αιτούμενος: ζωή, κατάφαση στη ζωή –θέλω. Θέλω από επιθυμία, όχι για να διεκπεραιώσω εαυτόν. Αποκαθαίρω τα θέλω μου από την αυτονόητη εξέλιξη ενός «μέσου  όρου» προσδόκιμου επιβίωσης, «επιθυμία επιθυμώ», ζωή, διότι παρά τη νόσο –κι ίσως εξαιτίας της ακόμα μαγεύομαι από τη ζωή. Η απογοήτευση δεν συνιστά απλώς απομάγευση από τα πράγματα, έχει να κάνει περισσότερο με την τεφροφόρο αίσθηση ότι η ζωή η ίδια δεν γοητεύει πια. Γνωρίζοντας στην βαθείανκαρδίαν ότι αυτό αποκλείεται, υποψιάζομαι ότι αυτό που με φθείρει, με πονά και με καταστρέφει ίσως είναι ότι εγώ, ο πάσχων, δεν μπορώ να μετάσχω στο εξαρσιακό πανηγύρι της ζωής.

Πριν από τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Κυρίου μας στην ανθρώπινη φθορά και την αρρώστια, σε όλες τις ζοφερές εκφάνσεις του «άνθρωπον ουκ έχω», υπάρχει μια ερώτηση: «θέλεις να γίνεις καλά;» Στην ουσία θέλεις να αντισταθείς στην ελκτική λαγνεία της καταστροφής, την α-νοησία του θανάτου, να συμμαχήσεις με τη ζωή τη ζωντανή, τη δεδομένα αήτητη;

Κάπως έτσι προσέρχονται και ξεκινούν να μας μιλούν σιωπηλά οι άρρωστοι, κάπως έτσι ξεκινούμε εμείς να αφουγκραζόμαστε τον κοινό μας παράλογο φόβο, σεμνυνόμενοι ότι αν ζητούμε απροϋπόθητη εμπιστοσύνη στις μεθόδους και τα εργαλεία μας είναι exnomina: στο όνομα της θεραπείας, της λαχτάρας για ζωή, της δικής μας δέσμευσης έναντι του ανθρώπινου αγωνιώδους: «τι θα κάνουμε τώρα;» στο «ότι καλύτερο μπορούμε» σιωπηλά ευχόμενοι να είναι αρκετό ή τουλάχιστον όχι βάναυσα ανεπαρκές.

Η συνάντηση – Ο θεραπευτής

Προσερχόμενος ο άρρωστος μας στη συνάντηση, κουβαλά το φορτίο της αμφιβολίας, της ανησυχίας, της αγωνίας· ένα ανθρώπινο πλάσμα στο κέντρο ενός κυκεώνα ασύμμετρης πληροφόρησης, πρωτοποριακών θεραπειών, εναλλακτικών προσεγγίσεων και υφερπουσων μυριάδων μυστικών αγωνιών και φόβων.

Σχεδόν αυτόματα, αντανακλαστικά θαρρείς εισβάλλουν στη δική μας στάση, τη «θεραπευτική», απίθανης έντασης «ευκολίες»: υπερκαθορισμός της διάγνωσης, καταιγισμός πληροφοριών –συχνά αναιτιολόγητα ακριβείς κα απροσπέλαστες- άρα αμφισβητούμενης χρησιμότητας από τον ασθενή –τον μη ειδικό.

Όταν παρουσιάζει ο θεραπευτής τις όποιες θεραπευτικές επιλογές βιαστικά, διεκπεραιωτικά, κάποτε αμήχανα, όταν καλύπτει με όρους κοινωνικής αγωγής τη δυσφορία του, ακούγοντας επανειλημμένες ερωτήσεις για την αναγκαιότητα επώδυνων, διαταρακτικών ή ακρωτηριαστικών θεραπευτικών επιλογών μήπως απλώς δηλώνει τη δική του, προσωπική αγωνία ή αμφιβολία ως προς τη διαχειριστική του επάρκεια;

Κάποτε, αφού αναρωτηθούμε για το μένος της αυθεντίας που μας καταλαμβάνει, καταφέρνουμε, σε απειροστά διαστήματα ακρόασης μιας βουβής πανδαιμόνιας μάχης να ακούσουμε «την αγωνία του απέναντι». Κι όταν τα καταφέρουμε, απεκδυόμαστε της αυθεντίας, ως σκευή που δεν τη χρειαζόμαστε πια· για να σεβαστούμε, να φροντίσουμε, να κατευθύνουμε, να προφυλάξουμε – εν τέλει, για να θεραπεύσουμε. Αποκτούμε σιγά σιγά την επίγνωση πως το θεραπευτικό γεγονός είναι ενώπιος- ενωπίω. Πρόσωπο με Πρόσωπο. Στάσεις όπως οι κεκαλυμμένες υπαινικτικές ανακοινώσεις, η απόκρυψη ή η επιμελημένη ασάφεια ως προς δεδομένα της νόσου «μιλούν» εύγλωττα για την αμηχανία των θεραπευτών, τουλάχιστον όπως εμφανίζονταν στην πρότερη στάση μας. Συχνά, αυτή μας η αμηχανία στιγματίζεται ακόμη περισσότερο, από τη βλασφημία του παιδισμού: αντιμετωπίζουμε τον άρρωστό μας με την ευνουχιστικήκαθησυχαστικότητα  που προκύπτει όταν απευθύνεσαι σε πάσχοντες ενήλικες ως τρομαγμένα παιδιά.

Από πλευράς θεραπευτών, αν δεν μπορούμε να προσδώσουμε στην μορφή του αρρώστου την ανείπωτη ομορφιά ενός καθ’ ολοκληρίαν προσώπου [στόχος υπερφιλόδοξος για έναν κλινικό] ας τον προφυλάξουμε τουλάχιστον από τη στέρηση της προσωπικής αξιοπρέπειας, έτσι που ο Άλλος  από την κόλαση της αντιπαράθεσης βρεθεί στο χώρο που γίνεται ο πάσχων αδελφός –εγώ ο ίδιος, εντέλει.

Τα άδηλα και τα κρύφια/silentfeelings

Η θραύση της παντοδυναμίας

Εισβάλλει στο χώρο της πραγματικότητας το «αδιανόητο». Δεν ορίζουμε τα πάντα, για την ακρίβεια ούτε καν τον ίδιο μας τον εαυτό.

Απειλή απώλειας του ελέγχου – κατερείπωση ελέγχου του εαυτού

Με τη διαδικασία των θεραπειών ή/και την πρόοδο της νόσου, σωματικές και διανοητικές διαδικασίες δεδομένες ή αυτονόητες καταργούνται ή τροποποιούνται. Οι σωματικές αισθήσεις με τις εξωτερικές τους αναπαραστάσεις μοιάζει να λειτουργούν με χαοτικά αιφνίδιες μεταβλητές· τίποτα μοιάζει να μην εξαρτάται μόνον από τον εαυτό, «το εγώ δεν είναι αφεντικό ούτε στο ίδιο του το σπίτι». Το εκτελεστικό κομμάτι μοιάζει αυτοματοποιημένα να εκτελεί πρωτόκολλα και οδηγίες –απόν!

Ο χρόνος εισβάλλει στην προσωπική εμπειρία

Μια κοινή εμπειρία της νόσου είναι η εμπειρία του χρόνου, το πεπερασμένο, το φθαρτό γίνεται κυρίαρχο! Η συγκεκριμένη νόσος και το σημειολογικό της φορτίο δηλοί σταθερά το πεπερασμένο του βίου –ανεξάρτητα από τη βαρύτητα ή την πρόγνωσή της. Η ζωή, το σώμα ως έχει, η ομαλή και σταδιακή ανημπόρια που φέρνει το γήρας ξεφεύγουν από την ομαλή ακολουθία τους –εισέρχονται βίαια και ανεξήγητα στο τώρα, συχνά κατά παράδοξο, κατάπληκτο τρόπο. Το μέλλον, η προσδοκία απειλείται με εξαφάνιση. Κάποτε ακόμα και η στοιχειώδης προοπτική ηχεί υβριστική: «να δούμε πως θα είμαστε, να δούμε τι θα γίνει…». Πως άραγε μπορεί να επιβιώσειένα ανθρώπινο πλάσμα εγκλωβισμένο σε ένα αδυσώπητο παρόν;

Η εξάρτηση- η αδυναμία φροντίδας του εαυτού

Τα συμπτώματα της νόσου, η κλινική της πορεία αλλά και οι εφαρμοζόμενες θεραπείες αφορούν σε «πραγματικές πραγματικότητες». Η απώλεια ενεργητικότητας, η κατάδηλη αδυναμία, ο πόνος άλλοτε επαρκέστερα και άλλοτε πλημελλέστερα ελεγχόμενος, οι ανεπιθύμητες ενέργειες των διαφόρων θεραπευτικών σχημάτων, ο σωματικός ακρωτηριασμός [η προσωπική αντίληψη του οποίου δεν συναρτάται ευθέως ανάλογα από την «αντικειμενική» σημαντική του προσωπικού τραύματος], είναι όψεις της υπαρξιακής περιπέτειας που ζει ο ασθενής μας. Η σωματική βία που του ασκείται, η παραβίαση των ορίων του σώματος του, του κόσμου του, ανεξάρτητα από το αν βασίζεται στο επ’ ωφελεία γίνεται καθημερινή μαρτυρία, μαρτύριο στο όνομα της ζώσας ζωής.

Στο επίπεδο της ψυχικής πραγματικότητας, ο άρρωστος μας επιστρέφει σε όρους απόλυτης εξάρτησης από ένα μη βουλητικά ελεγχόμενο σύμπαν: η πορεία της νόσου [η επανεμφάνιση, οι υποτροπές, η αποτελεσματικότητα της θεραπείας, ο χρόνος διάρκειάς της] δεν αποφασίζεται/προοικονομείται, τροποποιείται από τον ίδιο. Κάποτε, απαιτείται η φροντίδα ανθρώπων, οικείων ή μη με τους οποίους το αυτεξούσιο πρόσωπο, ελεύθερα. ΔΕΝ θα επιθυμούσε/επέλεγε οιαδήποτε εμπλοκή

Αίσθημα προσωπικής αδικίας – Βίωση της ήττας

Η ορθολογική επίκληση της κοινής ανθρώπινης μοίρας ή η εκτίμηση ότι «τα μηχανήματα κάποτε χαλούν»  δεν ανακουφίζουν από την ένταση του προσωπικού παράπονου –το καθιστούν παράλογο, παιδόμορφο, ανώριμο, πρακτικά το ενισχύουν με κάθε τρόπο! Δεν μπορεί να σταθεί σε λογική επεξεργασία το παράπονο του «γιατί σε εμένα;», ίσως γι αυτό τόσο σπάνια εκστομίζεται. Όμως με τα χρόνια της εμπειρίας, ο κλινικός θεραπευτής το βλέπει να υποδηλώνεται, να απλώνεται στην ύπαρξη, και θα πρέπει να συμπεριληφθεί η απάντησή του στη Στάση, να απαντηθεί εν μέσω των μη λεγομένων.

Ο Άλλος – ο θεραπευτής Άλλος

Στον κυρίαρχο ρόλο της θεραπευτικής σχέσης πρωταγωνιστούν άλλος/άλλοι άνθρωποι. Ξένοι ως πριν λίγο καιρό ή κοινωνικά/προσωπικά γνωστοί, ούτως ή άλλως σχέσεις δομημένες εντός διαφορετικών πλαισίων. Η νόσος διαφοροποιεί την όποια αυθόρμητη κοινωνική ανταλλαγή –το αίτημα της θεραπείας και η εκπλήρωσή του προΐσταται· αισθήματα ευχαριστίας ή ευγνωμοσύνης συχνά εμπλέκονται  με δυναμικά αντεκδίκησης ή φθόνου για την -κάποτε υποτιθέμενη- υγεία, επάρκεια, ικανότητα ελέγχου της κατάστασης από τον θεραπευτή. Κάποτε, ακόμα και η μη συμμόρφωση των ασθενών μας ως προς τις οδηγίες, ίσως είναι μια ενσαρκωμένη δήλωση ανεξαρτησίας, κάτι σαν αν δεν αναγνωρίσω τον θεραπευτή ή τη θεραπεία, μπορώ να αμφισβητήσω την ίδια την ύπαρξή της νόσου. Αν εγώ δεν αναγνωρίσω κάτι, αυτό παύει να υπάρχει, πολλῷ,  δε μάλλον, παύει να με κυριαρχεί και να με ορίζει.

Ο φροντίζων – Ο συμπάσχων Άλλος

Ο άρρωστος μας δεν προήλθε exvacuum, κουβαλά έναν αστερισμό σκέψεων, συναισθημάτων, ονείρων, προσδοκιών και κυριότατα ανθρώπων. Με κάποιους συμβιώνει, με άλλους συμπορεύεται, άλλους τους χρειάζεται, άλλοι τον φροντίζουν, άλλοι περιμένουν να φροντιστούν από αυτόν. Γύρω του η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης χορεύει· η αγάπη, η λύπη, η συμπόνια, η αγωνία, η χαρά της ανταπόδοσης μπλέκουν αξεδιάλυτα με αισθήματα οργής [και κρυμμένης, μεταμφιεσμένης θλίψης για τον αγαπημένο που πάσχει], με αίσθημα φυσικής και ψυχολογικής καταπόνησης ιδίως αν αυτά διαμείβονται σε υποτιθέμενα ματαιωτικό πλαίσιο «τι νόημα έχουν όλα αυτά, αφού…». Η επίγνωση της μυστικής ακρόασης των ανθρώπων αυτών ίσως ανοίξει επικουρίες στη θεραπευτική πορεία που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι υπάρχουν. Η νόσος τέμνει.

Ο χώρος της θεραπείας είναι γύρω από την τομή

-Παλαιότερα δεν λέγαμε τίποτα στους αρρώστους, εξηγούσαμε στους συγγενείς.

-Τελευταία είμαστε σαφέστατοι.  Πρέπει οι άρρωστοι να γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει, που βρισκόμαστε και τι δυνατότητες υπάρχουν.

– Εμείς απλώς συμμαχούμε με τον οργανισμό και διαχειριζόμαστε μια αρρώστια εφ’ ιπποκρατική ωφελεία, τι άλλο να κάνουμε;

Είναι απολύτως ακριβή τα προαναφερθέντα. Κανένα τους όμως δεν απαντά στον πνιγμένο λυγμό που υποφόσκε,ι στη φωνή που προσπαθεί να κρατηθεί σταθερή – και τρέμει, στην χαρακτηριστική κλίση του σώματος που κυφώνεται και έλκεται προς τον πυρήνα του για να προστατευθεί από τον κίνδυνο, στα τραβηγμένα από τους μύες της έκφρασης χαρακτηριστικά – σ όλα αυτά δηλαδή που καταυγάζουν το δικό μας τόπο συμμαρτυρίας, όταν εξετάζουμε μια φυσική λειτουργία ή αποφαινόμαστε για το πόρισμα μιας απεικονιστικής διαγνωστικής εξέτασης.

Κάποτε ο φόβος των ασθενών μας συναντάει τους δικούς μας, στο ίδιο παιχνίδι της ανθρώπινης μοίρας –σώματα καθημαγμένα καταφάσκουν στη ζωή. Η δική μας Άτροπος, αυτή που θα τμήσει και το δικό μας πεπρωμένο παραμονεύει αγκαλιασμένη με τη δική τους, κι η συγκεκριμένη μοίρα σπανίως σαγηνεύεται.

Μυστικά, εκ βαθείας καρδίας, ταυτόχρονα με τη συνταγογράφηση και τη χάραξη της θεραπευτικής  στρατηγικής, ίσως χρειαστεί να αρθρώσουμε το δικό μας Λόγο, ίσως το κάνουμε ήδη, ανεπίγνωστα, αναπόφευκτα. Αν έχουμε σταθεί αρκετά τυχεροί, σ αυτή τη μυστική, υπαινικτική συν-ομιλία θα κομίσουμε όσα –εάν- έχουμε για να μας κρατούν εμάς ζωντανούς, όσο για όσο, το χάδι ενός πρεσβύτη, το χέρι ενός συντρόφου, το χαμόγελο ενός παιδιού, τα άγια των αγίων του καθενός μας.

Το μέγεθος του πόνου και της αγωνίας, ούτε θα μπορούσε ούτε και θα έπρεπε κατά την εκτίμησή  μου, να παρεκτραπεί σε έναν φλύαρο, συναισθηματικό καθησυχασμό, αυτόχρημα προσβλητικό προς τον πάσχοντα. Κάποτε οι ευκολίες  μιας τεχνητά προκατασκευασμένης «συμπαράστασης» μοιάζουν με ασελγές άγγιγμα σε αιμάσσουσα και πυορροούσα πληγή- ΠΟΝΑΕΙ.

Η ανακούφιση από τον πόνο, η κατά το δυνατόν διασφάλιση όρων αξιοπρεπούς παραμονής στους χώρους νοσηλείας, η στήριξη της σωματικής αυτοεικόνας, και κυρίως η δαπάνη ικανού χρόνου και για την εν σιωπή συμπόρευση με τον ασθενή μας θα έπρεπε να αποτελούν αδιαπραγμάτευτους θεραπευτικούς όρους.

Δάνεια και Αντιδάνεια

Γύρω στα δύο με τρία μας χρόνια αποκτούμε την ικανότητα μιας πολυεπίπεδης αντίληψης του κόσμου των Άλλων, η ελληνική εμ-πάθεια, που αποδίδεται με τον σημερινό όρο ενσυναίσθηση, αφορά μια γνωστική και συναισθηματική διαδικασία βίωσης και κοινωνίας των προοπτικών, των νοητικών καταστάσεων, των υποκειμενικών εμπειριών, των συναισθηματικών διαθέσεων του Άλλου. Δεν αφορά απλώς μια έμπρακτη αποκήρυξη της ναρκισσιστικής μας κωφότητας, ούτε περιορίζεται σε μια καθησυχαστική υπερεγωτική αυτογνωσία. Στην ουσία, ίσως είναι η βάση του τρόπου που οι άνθρωποι κοινωνούν: δε χρειάζεται κι ίσως βλάπτει το να νιώσουμε ότι νιώθει ο άλλος, καλούμαστε θεραπευτικά να  νιώσουμε το βίωμα του Άλλου στη δική του ύπαρξη, τι θέλει, τι πιστεύει και τι μπορεί επ’ αυτών να νιώθει, ένα κίνητρο που προσανατολίζεται προς τον άλλο.

Στη βάση οιασδήποτε θεραπείας η φροντίδα του Άλλου, η μέριμνα για το αλώβητο πρόσωπο, στη σωματική του διάσταση επανανοηματοδοτεί το χρησμό της αρρώστιας για την ύπαρξη όλων μας – πασχόντων και δυνάμει πασχόντων.

Κλείνοντας, η αρρώστια τη δουλειά της κι εμείς τη δική μας. Κι ας μου επιτραπεί, στον σοφότερο κανόνα όλων των εποχών για τις ανθρώπινες σχέσεις «πάντα ουν όσα αν θέλητείνα ποιώσινυμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείται αυτοίς…», να προσθέσω και κάτι από τα δικά μας πολύτιμα, το σεμνό παράπονο του κυρ-Αλέξανδρου: «…σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό, τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου…»

Από τον Ι. Ξανθάκη Παθολόγο Ογκολόγο

Από τον Ι. Ξανθάκη
Παθολόγο Ογκολόγο

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML