(αρχ. τό κῦρος)
Στα ερμηνευτικά λεξικά ορίζεται ως “γενική αποδοχή της αξίας κάποιου” ή ως “επιβολή που ασκεί κάποιος λόγω της αναγνωρισμένης αξίας του, της θέσης που κατέχει”, ή απλώς ως ισχύς, ενώ στην αγγλική μεταφράζεται ως authority, validity ή prestige.
Ισχύουν οι ορισμοί της λέξης στην πραγματική ζωή;
Επιβεβαιώνονται στην ελληνική καθημερινότητα;
Oι ερμηνείες της λέξης ως “επιβολής” ή “authority” μάλλον ισχύουν ως αποτέλεσμα, διότι ανεξαρτήτως του ειδικού χαρακτηριστικού που επιφέρει την επιβολή, η ισχύς που επιφέρεται ασχέτως της γενικής αποδοχής και αναγνώρισης, βιώνεται από όσους την υφίστανται, είτε εξ αδυναμίας είτε εξ υποχρεώσεως.
Ως “ισχύς” το κύρος ανεξαρτήτως αν επιβάλλεται, δεν ενέχει απαραιτήτως την έννοια της αξίας, πολλώ δε μάλλον της αναγνωρισμένης.
Ο κοινός πολίτης πως δύναται να αντιληφθεί το κύρος που πραγματικά αναδίδεται από την αληθή αξία και όχι από την αυθαίρετη επιβολή της αναγνώρισης της;
Δυστυχώς το μόνον μέσον που διαθέτει ο μέσος άνθρωπος, που τελεί εν αδυναμία αυτόνομης αναγνώρισης της αξίας βάσει προσωπικών κριτηρίων, είτε διότι δεν κατέχει τα κριτήρια είτε διότι έχει ελλιπή πληροφόρηση, είναι η αποδοχή της αναγνώρισης της αξίας από φορείς ή δομές της πολιτείας ή της κοινωνίας. Ο ανυποψίαστος πολίτης υιοθετεί την έξωθεν αναγνώριση της αξίας χωρίς υποκειμενική επεξεργασία και την αντιλαμβάνεται ως κύρος.
Είναι όμως αυταπόδεικτο το κύρος των πολιτειακών φορέων και δομών, ως μέσων αναγνώρισης αξίας; Ατυχώς στην πλειονότητα τους όχι μόνον δεν είναι, αλλά καθημερινώς η κοινή εμπειρία εμπλουτίζεται με απαξία και επιχειρήματα αμφισβήτησης.
Ο μέσος πολίτης λοιπόν υφίσταται την επιβολή του κύρους, επαφιέμενος σε αμφισβητήσιμη αναγνώριση της αξίας.
Το κῦρος έγινε κύρος και εκτός της περισπωμένης απώλεσε και την αληθή του ερμηνεία.