Log In
20/12/2018

Παρουσίαση βιβλίου: Κραυγές και Ψίθυροι

“Κραυγές και Ψίθυροι”

(το Σενάριο)

Του Ingmar Bergman

Μετάφραση: Ελεωνόρα Σταθοπούλου

Εκδόσεις «Αιγόκερως», 2001, σελίδες 136

 

Το 1973, ο Ingmar Bergman παρουσίασε την ταινία του «Κραυγές και ψίθυροι», ένα αριστουργηματικό έργο με έξοχη φωτογραφία (βραβείο Oscar), άριστες ερμηνείες, πολυεπίπεδους συμβολισμούς. Η ταινία αναφέρεται στη συνάντηση τεσσάρων γυναικών σε μια αρχοντική έπαυλη, στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι τρεις γυναίκες (Ανιές, Κάριν και Μαρία) είναι αδελφές και η τέταρτη, η Άννα, είναι η καμαριέρα. Ο λόγος της συνάντησης είναι η βαριά κατάσταση και ο επικείμενος θάνατος της Ανιές που πάσχει από καρκίνο. Εμείς, εξ αντικειμένου, δεν θα κάνουμε κριτική της ταινίας, αλλά θα παρουσιάσουμε το σενάριό της γραμμένο από τον ίδιο τον Bergman.

Δύσκολα βρίσκει κανείς τόσο συμπυκνωμένο κείμενο που να προσεγγίζει το φαινόμενο του θανάτου. Όχι μόνο του βιολογικού θανάτου, αλλά επίσης των ψυχολογικών αδιεξόδων, της φθοράς των σχέσεων, της αλλοίωσης του έρωτα, της εκφύλισης της αγάπης και του γάμου, τελικά του πνευματικού θανάτου. Γύρω από τον επιθανάτιο ρόγχο της καρκινοπαθούς Ανιές, σαν δαιμόνια «χορεύουν» τα καλά κρυμμένα πάθη, η ψυχρότητα, το μίσος, η ζήλεια, και κατά συνέπεια η μοναξιά, η απελπισία, ο χαμένος χρόνος, η φθορά, ο θάνατος. Στα πρόσωπα των δύο αδελφών, της Κάριν και της Μαρίας, ξετυλίγονται τα νήματα πολλών προσωπικών θανάτων. Εγωκεντρισμός, σκληρότητα, εμπάθειες, ερωτικές αποτυχίες, προδοσίες. Οι δύο αδελφές δεν μπορούν να βιώσουν αισθήματα αγάπης, προσέγγισης, προσφοράς. Αποξενωμένες από κάθε τι ανθρώπινα βαθύ και ουσιαστικό παραμένουν κλειστές στον εαυτό τους, η κάθε μία με τις απαιτήσεις της, δυστυχείς, εμπαθείς και πνευματικά νεκρές. Ο Bergman εντέχνως φέρνει σε αντίστιξη από τη μια τον θάνατο της Ανιές και από την άλλη τη τέλεια αποξένωση, το θάνατο της σχέσης και τη πνευματική νέκρωση των δύο αδελφών. Γίνεται σαφές ότι ο βιολογικός θάνατος στο κείμενο “συνομιλεί” και “συγκοινωνεί” με τον  πνευματικό θάνατο.

Μέσα σε αυτή τη κόλαση της απουσίας της αγάπης και μέσα στα θανατηφόρα πάθη κυκλοφορεί σα σκιά η σιλουέτα της Άννας. Σε σιωπή και με υπομονή και προθυμία υπηρετεί τους πάντες. Η Άννα, στο έργο, συμβολίζει την ανυπόκριτη αγάπη, την εγκαρδιότητα και την αυταπάρνηση. Αν και βιώνει μέσα της τον πόνο της απώλειας του τρίχρονου παιδιού της και τον πόνο για την Ανιές που την υπηρετεί από ετών, εν τούτοις δεν απασχολεί κανένα με τα προσωπικά της, δεν μιλάει, δεν ζητάει, δεν απαιτεί, δεν αναλύει, αλλά μόνο φροντίζει αγαπητικά και ταπεινά τους άλλους και κυρίως την Ανιές. Σε μια συγκλονιστική σκηνή που η πονεμένη καρκινοπαθής Ανιές ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια, η Άννα, με γυμνό το στήθος της, κατάσαρκα αγγίζει και “…αγκαλιάζει τρυφερά την άρρωστη, της μουρμουρίζει αχνά κουβέντες που παρηγορούν, τη νανουρίζει. Σκύβει ελαφρά και της φιλά το μάγουλο, το στόμα, τα μαλλιά. Η Ανιές αφήνεται στη τρυφεράδα αυτή και γαληνεύει. Η ένταση στο κουρασμένο της κορμί σβήνει και χάνεται…

Η Ανιές είναι το πιο τραγικό πρόσωπο. Πονάει, βιώνει το τέλος, ζητάει βοήθεια. Ηρεμεί μόνο με την Άννα, που τη φροντίζει και εκδηλώνει απλόχερα την αγάπη της. Σε στιγμιότυπα από το παρελθόν (flashback) διαβάζουμε μικρά κείμενα από το ημερολόγιό της. Ανακαλεί μνήμες από την απόμακρη, ψυχρή μητέρα της. Αλλού περιγράφει τη μοναξιά της και θαυμάζει κανείς το θάρρος της να δέχεται ό,τι τη βασανίζει και ό,τι τη πονά χωρίς να κλείνει τα μάτια στη δυστυχία. Και στο κείμενο προ του τέλους της νοιώθει ευτυχία –παρά το πόνο της αρρώστιας- με την άφιξη των δύο αδελφών της, με τις αναμνήσεις χρόνων ξένιαστων. Οι αδελφές της, όμως, δεν έχουν παρόμοια στάση. Σε μια σκηνή που κινείται στο χώρο της φαντασίας, αλλά με σαφείς μεταφυσικές επεκτάσεις, η νεκρή Ανιές με δάκρυα καλεί τις δύο αδελφές της να έλθουν να της μιλήσουν, να της κρατήσουν και να της ζεστάνουν τα χέρια. Και η μεν Κάριν αρνείται ομολογώντας: “…είμαι ζωντανή και δεν έχω καμιά απολύτως σχέση με το θάνατό σου. Ίσως αν σ’ αγαπούσα. Όμως, δε σ’ αγαπώ. Αυτό που μου ζητάς είναι αηδιαστικό. Σ’ αφήνω τώρα. Σε λίγες ώρες φεύγω”, η δε Μαρία έβγαζε κουβέντες τυπικές, γλυκερές, χωρίς ουσία, στις οποίες η Ανιές επιδεικτικά και με νόημα απαντά “…-Δεν ακούω τι μου λες. Έλα πιο κοντά. Πάρε τα χέρια μου…” Τρομαγμένη η Μαρία τρέχει πανικοβλημένη να φύγει μακριά της. Και μένει μόνη η Άννα, η προσωποποίηση της αγάπης, για να πει στις δύο σκληρές αδελφές: “…Δεν είναι ανάγκη να φοβάστε πια. Εγώ θα τη φροντίσω…” και πιο κάτω, απαντώντας στις δικαιολογίες τους που πρέπει να αναχωρήσουν από το σπίτι “…Θα πάω κοντά της. Θα μείνω κοντά της”.

Ο συμβολισμός στο έργο είναι διάχυτος. Από το κόκκινο χρώμα των δωματίων που παραπέμπει στο αίμα ή στα πάθη των αδελφών ή στην αγάπη της Άννας ή στο εσωτερικό της μήτρας, μέχρι τα ρολόγια που θυμίζουν τη φθαρτότητα του χρόνου, τα παιδικά κλάματα, που θα μπορούσαν να ήταν το κλάμα του Θεού για τη τραγωδία του θανάτου, τα παιχνιδίσματα του φωτός, των χρωμάτων, και άλλα.  Στο κείμενο υποβόσκουν σιωπηλά η υπαρξιακή αγωνία για τον θάνατο και η σιωπή του Θεού. Η Ανιές ήταν πιστή στο Θεό, όπως αποκαλύπτει ο πάστορας που τη κήδεψε, που ήταν κι ο εξομολογητής της. Στη σκηνή της κηδείας ο πάστορας διαβάζει αρχικά τα τυπικά κείμενα –προσευχές από τη Βίβλο. Αλλά κάποια στιγμή λυγίζει, ξαφνικά σωπαίνει, γονατίζει, κρύβει το πρόσωπό του με το ένα χέρι κι αρχίζει να μιλάει στη νεκρή: “Αν είναι αλήθεια ότι μάζεψες τον κάθε πόνο μας στο φτωχό σου κορμί, κι ότι τους έφερες όλους στο θάνατο, αν συναντήσεις το Θεό εκεί ψηλά στο άλλο βασίλειο, αν γυρίσει το βλέμμα του σε σένα, αν μπορέσεις να του μιλήσεις σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει, αν μπορέσεις να μιλήσεις σ’ αυτόν το Θεό, αν μπορέσεις… τότε παρακάλεσε για μας. Ανιές, αγαπημένο μικρό παιδάκι, άκουσε τώρα τι σου λέω. Προσευχήσου για μας που μένουμε σε γη βρώμικη και σκοτεινή, κάτω από έναν ουρανό σκληρό και άδειο. Απόθεσε το φορτίο της οδύνης στα πόδια του Θεού και παρακάλεσέ τον να μας συγχωρέσει. Παρακάλεσέ τον να μας ελευθερώσει από το άγχος, την απόγνωση και τη βαθιά αμφιβολία όπου βρισκόμαστε. Παρακάλεσέ τον να δώσει ένα νόημα στις ζωές μας. Ανιές, που τόσο υπόφερες, πρέπει να ‘σαι άξια να του μιλήσεις για μας”.

Το τέλος του έργου σφραγίζεται με την οριστική αποπομπή της αγάπης –εν προκειμένω της Άννας που τη συμβολίζει- από τη ζωή των δύο αδελφών και των συζύγων τους. Με κυνικό τρόπο και με αφοπλιστική ψυχρότητα η Άννα απολύεται χωρίς καμιά ανταμοιβή και απομακρύνεται από το σπίτι που τόσα χρόνια υπηρέτησε, αποδεικνύοντας τη κενότητα στις καρδιές και την αγνωμοσύνη των συγγενών της Ανιές. Το μόνο που κράτησε στα χέρια της η Άννα ήταν το ημερολόγιο της Ανιές. Ίσως γιατί ήταν γραμμένο με λόγια της καρδιάς και μόνο η σαρκωμένη αγάπη της Άννας ήταν άξια να φυλάξει σαν τη μόνη αληθινή ανταμοιβή.

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML