του Ράντυ Πάους
Εκδόσεις Πατάκη, 2009, σελίδες 283
Ο Ράντυ Πάους ήταν ένας πετυχημένος Καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλλον των ΗΠΑ. Το Πανεπιστήμιό του, στα πλαίσια του θεσμού των ομιλιών “Διαδρομές” (που είχαν αντικαταστήσει τη προηγούμενη σειρά με τίτλο “Τελευταία Διάλεξη” που έδιναν συνταξιοδοτούμενοι Καθηγητές) του ανέθεσε να κάνει μια ομιλία, όπου θα παρουσίαζε στοχασμούς και σκέψεις σχετικά με τη προσωπική και επαγγελματική του διαδρομή, να δείξει τί κληροδοτεί στις επόμενες γενιές. Ο Πάους δέχτηκε και αποφάσισε να δώσει στην ομιλία του το τίτλο “Τελευταία Διάλεξη” επαναφέροντας δηλαδή τον προηγούμενο τίτλο ομιλιών του Πανεπιστημίου. Κι αυτό, γιατί όταν του ανέθεταν αυτή τη παρουσίαση είχε ήδη διαγνωστεί με πολυμεταστατικό καρκίνο παγκρέατος, ήταν 46 ετών και γνώριζε από τους γιατρούς του ότι του είχαν απομείνει 4-6 μήνες ζωής.
Ο Πάους έκανε την ομιλία (όποιος θέλει μπορεί να τη παρακολουθήσει διαδικτυακά στο YouTube στον ιστότοπο, https://www.dailymotion.com/video/xgdu9r), αλλά συγχρόνως -με τη βοήθεια φίλων- έγραψε και το βιβλίο “η Τελεταία Διάλεξη”, σαν κληροδότημα στους νέους. Στο κείμενο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές στο δράμα του ιδίου και της οικογενείας του. Όλα τα τραγικά γεγονότα περνούν υποδόρια, υπόγεια, τις πιο πολλές φορές διανθισμένα με άλλα σύγχρονα γεγονότα ή με χιούμορ. Για αυτό και ο αναγνώστης δεν νοιώθει οίκτο ή θλίψη για τη κακοτυχία του νέου και ταλαντούχου επιστήμονα και οικογενειάρχη. Όλο το βιβλίο είναι πλημμυρισμένο από τη λαμπερή, ακτινοβολούσα προσωπικότητα του συγγραφέα. Διάλεξε να μη μιλήσει για τον θάνατο, αλλά για τα παιδικά του όνειρα, για τη δημιουργία, για τη συνεργασία, για τη χαρά της ζωής. Εμφανέστατες η ευφυΐα, η αισιοδοξία, η αγάπη του για τη ζωή, η πίστη του στους νέους. Απαράμιλλη η αγάπη για τη σύζυγό του, η στοργή για τα τρία μικρά παιδιά του. Νοιάζεται για το παρόν τους, προνοεί με διακριτικότητα για το μέλλον τους, όταν αυτός δεν θα είναι κοντά τους. Το παρασκήνιο της προετοιμασίας και η ίδια η διάλεξη περιγράφονται με ενάργεια, χιούμορ, αυτοσαρκασμό. Οι λεπτομέρειες δείχνουν την αγωνία του για το πώς θα χωρέσει μια ζωή σε μια ώρα. Βρίσκει τρόπους και τεχνικές, ώστε η ομιλία να είναι ελκυστική, διαφορετική, να περιέχει εκπλήξεις. Νοηματοδοτεί κάθε πράξη και κάθε ανάμνηση. Με αυτοβιογραφικά μόνο στοιχεία δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξία της οικογένειας, τονίζει πάρα πολύ την έντιμη και επίμονη προσπάθεια, υπερθεματίζει την αξία της βοήθειας προς τους νέους που έχουν ταλέντο, αλλά όχι ευκαιρίες. Θεωρεί την έμπνευση και την υπομονή ως απόλυτα εργαλεία ώστε να επιτευχθεί κάτι ξεχωριστό. Εκθειάζει την ταπεινότητα, εμπνεόμενος από την σεμνότητα του πατέρα του (μοναδική η διήγηση της ανακάλυψης του μεταλλίου ανδρείας του πατέρα του που ποτέ δεν είχε αποκαλύψει ο ίδιος).
Ιδιαίτερη θέση έχουν στο βιβλίο οι σοφές συμβουλές του Καθηγητή Πάους προς τους νέους. Δίνει προτεραιότητα στις αυθεντικές και αληθινές και όχι στις δήθεν και επίπλαστες συμπεριφορές. “…Πόσο στερεύουν οι 19χρονοι όταν τους αφαιρείς από τη γκάμα τους τη βία και το σεξ...”, γράφει. Εμμένει στον αυτοέλεγχο, στην αυστηρότητα προς τον εαυτό για να φανούν οι αληθινές παραγωγικές δυνατότητες. Βασική σύστασή του προς τους νέους: “…μη παραπονιέσαι, απλά προσπάθησε περισσότερο…” Κορυφαία ψηφίδα στον ηθικό εσωτερικό κόσμο του είναι η αλήθεια. “…Αν μπορούσα να δώσω μόνο τέσσερις λέξεις για συμβουλή θα ήταν: «Να λες την αλήθεια». Αν είχα το περιθώριο να δώσω άλλες τρεις λέξεις, θα πρόσθετα: «Όλη την ώρα»…”
Θαυμαστή εντύπωση προκαλεί η στάση του απέναντι στη ζωή τους λίγους τελευταίους μήνες πριν το θάνατό του. Ξεχειλίζει από αξιοπρέπεια, από ζήλο να ζήσει μέχρι το μεδούλι τον τελευταίο καιρό του, από λατρεία για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, από ευγνωμοσύνη στους δασκάλους και μέντορές του και από αγάπη προς τους νέους, τους οποίους διαρκώς συμβουλεύει πώς θα γίνουν καλύτεροι και πιο αποτελεσματικοί. Ακόμα και για τον καρκίνο ουδέποτε κακολογεί ή μεμψιμοιρεί. “…Ο καρκίνος μου έδωσε τον χρόνο να κάνω ζωτικές συζητήσεις με τη Τζέιν, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν η μοίρα μου ήταν μια καρδιακή προσβολή ή ένα τροχαίο δυστύχημα…” Τονίζει συνεχώς ότι ο καρκίνος έγινε αιτία να βγάλει έντονα συναισθήματα και να αποδείξει έμπρακτα ότι στη ζωή το ποσοτικό είναι πολύ σχετικό συγκρινόμενο με το ποιοτικό.
Το βιβλίο, γραμμένο από έναν ετοιμοθάνατο, είναι ένας ύμνος στη ζωή, στα όνειρα που χρειάζεται να δημιουργούμε και να πιστεύουμε, στη χαρά της απλής καθημερινότητας που δεν πρέπει να την αφήνουμε να μας γλιστρήσει, στις αξίες που διέπουν τη διαδρομή μας, την απλότητα, την αγάπη, την αλήθεια, την ευγνωμοσύνη, τη συγγνώμη, τη συγκίνηση, την αξιοπρέπεια. Είναι ουσιαστικά ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στη ζωή.
“…Θέλω να πω, δεν ξέρω πώς να μη περνάω καλά. Πεθαίνω, κι όμως συνεχίζω να περνάω καλά. Και θα συνεχίσω να περνάω καλά κάθε μέρα που μου έχει απομείνει. Γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορώ να κάνω…”