Ο Δαρβίνος, πριν από 155 χρόνια, διατύπωσε τη θεωρεία της καταγωγής των ειδών και η κεντρική άποψη της μελέτης του αυτής ήταν πως τα είδη που ανήκουν στην ίδια υποομάδα έχουν αρκετές ομοιότητες αλλά και διαφορές μεταξύ τους, τόσο μορφολογικά, όσο και γονιδιακά. Αυτό οφειλόταν πίστευε στη μεταβίβαση του γονιδιακού υλικού από γενεά σε γενεά αλλά και στην επίδραση αυτού από το περιβάλλον. Ό,τι απέκλινε από τον κανόνα του αυτόν, και δεν μεταβιβαζόταν, ερχόταν αντιμέτωπο με τον θάνατο, τουλάχιστον τον γονιδιακό. Το ίδιο ακριβώς σήμερα φαίνεται να ισχύει στην ογκολογία, η οποία από τη σκληρή και “απαρχαιωμένη” χημειοθεραπεία πέρασε στους “μοντέρνους” και ευγενικούς στοχευτικούς παράγοντες. Όμως η ιστορία δεν σταματάει εδώ, αφού όλο και περισσότερο έδαφος τελευταία κερδίζει η ανοσοθεραπεία στην αντιμετώπιση του καρκίνου. Είναι όμως η ανοσοθεραπεία ένα “καινούριο φρούτο” στην ογκολογική φαρμακευτική φαρέτρα; Τί σχέση έχουν τα νέα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα με τη γνώριμη αγαπημένη Ιντερφερόνη και με τη λιγότερο ίσως συμπαθή Ιντερλευκίνη; Πώς μπορεί να επιτευχθεί η διαχείριση της τοξικότητας των παραπάνω παραγόντων έτσι ώστε να λειτουργήσουν προς όφελος των ασθενών;
Ένα πρόσφατα δημοσιευμένο άρθρο στο Nature Reviews με τίτλο “Managing the side effects of novel cancer immunotherapeutics” από το University of Pennsylvania, Philadelphia προσπαθεί να ρίξει άπλετο φως και να ομαδοποιήσει τις παρενέργειες των καινούριων ανοσοθεραπειών, αφουγκράζοντας την αγωνία της ογκολογικής κοινότητας. Στο παρελθόν η IL-2 και η INF συχνά χορηγούνταν από εξειδικευμένα κέντρα με ανεπτυγμένο και οργανωμένο τμήμα υποστηρικτικής φροντίδας λόγω του κινδύνου εμφάνισης, από την αθώα υπόταση και τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος, μέχρι τη θανατηφόρο πολυοργανική ανεπάρκεια, και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ασθενείς που έλαβαν αυτά τα φάρμακα να χρειάστηκε να διασωληνωθούν και να υποστηριχθούν στις ζωτικές τους λειτουργίες. Οι ογκολόγοι, λοιπόν, από τη μυελοκαταστολή, την αλωπεκία και τους εμέτους, πέρασαν στην αντιμετώπιση των παρενεργειών των στοχευτικών παραγόντων που ήταν πιο “εξωτικές”, αναλόγως του μεγέθους του μορίου του φαρμάκου, με συνηθέστερες την εμφάνιση κακοήθους υπέρτασης, θυρεοειδοπάθειας, συνδρόμου παλαμών – πελμάτων και μερικές φορές αποχρωματισμό των τριχών. Τώρα λοιπόν καλούνται να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες μίας ακόμη φαρμακευτικής κατηγορίας, της ανοσοθεραπείας. Ποιές είναι όμως αυτές και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν; Οι φαρμακευτικές εταιρείες που διαθέτουν στην αγορά ή στο “pipeline” τους αυτά τα φάρμακα σπεύδουν να ενημερώσουν πως πριν την επιλογή της ανοσοθεραπείας θα πρέπει ο ασθενής να πληροί πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, περιορίζοντας τον αριθμό των υποψήφιων “επιλαχόντων”. Αυτό ίσως να ταυτίζεται και με το γεγονός πως η ανοσοθεραπεία ειδικά σε μορφές κακοηθειών, όπως το μελάνωμα κατάφερε να αυξήσει το προσδόκιμο επιβίωσης έως και δέκα χρόνια σε επιλεγμένους ασθενείς. Κατ’ επέκταση καμία εταιρία δεν θέλει να “κάψει” από κακή επιλογή ή από “λαιμαργία” ένα τέτοιο υπερόπλο. Όσες δε φορές, οι θεράποντες υπερέβησαν αυτά τα κριτήρια, το αποτέλεσμα ήταν άμεσο και μοιραίο για τους ασθενείς.
Το Ipilimumab είναι ένα πλήρως εξανθρωπισμένο μονοκλωνικό αντίσωμα (IgG1k) που παράγεται με την τεχνική του ανασυνδιασμένου DNA σε ωοθηκικά κύτταρα Κινέζικων Hamster. Το CTLA-4 είναι ένας ισχυρός αναστολέας της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων. Η χορήγηση του anti-CTLA-4 αντισώματος οδηγεί σε ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων, τα οποία στρέφονται τελικά κατά του όγκου. Το εν λόγω φάρμακο (Ipilimumab) έχει χρησιμοποιηθεί σε πάνω από σαράντα χώρες και σε αρκετές χιλιάδες ασθενείς. Έτσι η μέχρι τώρα εμπειρία που έχει η κοινότητα αποκομίσει επιβάλλει τη συχνή παρακολούθηση του ασθενούς από τον θεράποντα και την άμεση επικοινωνία σε περίπτωση ανάγκης. Οι τοξικότητες που εμφανίζονται είναι συνήθως grade I ή II και είναι συχνά αναστρέψιμες. Σημαντικό ακόμη είναι η γνώση του μέσου χρόνου εμφάνισης των παρενεργειών από τη συγκεκριμένη αγωγή. Επειδή ωστόσο η ανταπόκριση, όπως και η τοξικότητα στην ανοσοθεραπεία μπορεί να “αργήσουν” να εμφανιστούν συνιστάται μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών και μετά την ολοκλήρωση της φαρμακευτικής αγωγής.
Δερματολογική τοξικότητα | Από την 3η εβδομάδα, μετά την πρώτη δόση | Συνήθως κνησμός |
Γαστρεντερική τοξικότητα/(ηπατοτοξικότητα) | Από την 3η έως και 9η εβδομάδα, μετά την πρώτη δόση | Συνήθως διαρροϊκές κενώσεις, κολίτιδα |
Ενδοκρινολογική τοξικότητα | Από την 9η έως και την 20η εβδομάδα, μετά την πρώτη δόση | Συνήθως υποθυρεοειδισμός |
Η εντεροκολίτιδα είναι μία συχνά εμφανιζόμενη παρενέργεια από το γαστρεντερικό σύστημα. Επίσης τα συμπτώματα γαστρεντερικής τοξικότητας από το Ipilimumab συμπεριλαμβάνουν την εμφάνιση διαρροϊκών κενώσεων, κοιλιακού άλγους, παρουσία αίματος ή βλέννης στα κόπρανα, και σπάνια ειλεό, που μπορεί να απαιτήσει έως και τη συνδρομή χειρουργών. Σε περιπτώσεις εμφάνισης διαρροϊκών κενώσεων πρέπει πάντα να γίνεται έλεγχος για το Clostiridium Diffitsile. Η θεραπεία με το Ipilimumab πρέπει πάντα να διακόπτεται σε περιπτώσεις μέτριας εντεροκολίτιδας και να συνεχίζει με την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Σε συνέχιση αυτής, με μέτρια συμπτώματα, συνιστάται η χρήση κορτικοστεροειδών. Στην περίπτωση που ο ασθενής εμφανίσει περισσότερες των εφτά ημερησίως διαρροϊκών κενώσεων ή σε υποψία διάτρησης του εντέρου, η αγωγή θα πρέπει να σταματάει άμεσα. Η συνέχιση των στεροειδών θεωρείται επιβεβλημένη έως ότου τα συμπτώματα υφεθούν και η κλινική εικόνα βελτιωθεί. Η διακοπή, δεν πρέπει ποτέ να γίνεται απότομα και ιδιαίτερα στις παραπάνω περιπτώσεις όπου ο σταδιακός “απογαλακτισμός” θα πρέπει να προσεγγίζει χρονικά τον μήνα. Μετά από αυτούς τους θεραπευτικούς χειρισμούς και επί εμμονής των συμπτωμάτων συνιστάται ο ενδοσκοπικός έλεγχος και η λήψη βιοψιών. Η θεραπεία με το Infliximab (αντίσωμα έναντι του TNF) που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία αυτοάνοσων νοσημάτων μπορεί να έχει εφαρμογή σε άτομα με σοβαρή γαστρεντερική τοξικότητα που δεν ανταποκρίνονται στα στεροειδή, και σε απουσία αντενδείξεων όπως η ύπαρξη σηπτικής κατάστασης.
Η εμφάνιση δερματολογικής τοξικότητας, με τη χρήση του Ipilimumab grade III ή IV, είναι σπάνια. Συνήθως εμφανίζεται κνησμός ή εξάνθημα και η αντιμετώπισή της επιτυγχάνεται με χορήγηση από του στόματος αντιϊσταμινικών καθώς και με την τοπική εφαρμογή κορτιζονούχων αλοιφών. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ενδείκνυται η διακοπή της αγωγής. Σε εμμονή των συμπτωμάτων πέρα των δύο εβδομάδων, προτείνεται η από του στόματος χρήση κορτικοστεροειδών. Υπάρχουν ωστόσο εξαιρετικά σπάνιες αναφορές στη βιβλιογραφία για την εμφάνιση του συνδρόμου Stevens – Johnson ή της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, των εξελκώσεων, των νεκρώσεων όπως επίσης των πομφολύγων ή των αιμορραγικών στοιχείων, και όλα αυτά σε συχνότητα μικρότερη του 1%. Πάντως σε περίπτωση εμφάνισης των ανωτέρω θορυβωδών συμβαμάτων ,συνιστάται η διακοπή της αγωγής με το Ipilimumab και η αντιμετώπιση τους με υψηλές δόσεις κορτικοστεροειδών.
Συχνός πρέπει να είναι ο έλεγχος των ηπατικών ενζύμων κατά τη διάρκεια της αγωγής με το Ipilimumab και αυτό συνιστάται να γίνεται πριν από κάθε νέα χορήγηση. Η αύξηση του AST ή του ALT πρέπει πάντα να βάζει σε σκέψεις τον θεράποντα ογκολόγο. Η εταιρεία που παράγει και προωθεί το φάρμακο θεωρεί ως επίπεδο ασφαλούς χορήγησης του, την έως και 2,5 φορές πάνω του ανώτατου φυσιολογικού ορίου τιμών, καθώς και την έως και 1,5 φορά πάνω του φυσιολογικού ορίου τιμής της ολικής χολερυθρίνης. Σε σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία προκληθείσα από την αγωγή με το Ipilimumab (έως και 5 φορές πάνω από τα ανώτερα φυσιολογικά όρια τιμών AST και ALT, και 3 φορές πάνω για την ολική χολερυθρίνη) απαιτείται η διακοπή της θεραπείας και επανεκτίμηση, ενώ σε τιμές 8 φορές πάνω και 5 φορές πάνω αντίστοιχα απαιτείται η μόνιμη διακοπή του.
Η ενδοκρινική τοξικότητα μπορεί να προκύψει, είτε λόγω του επηρεασμού της λειτουργίας του θυρεοειδούς, είτε της υπόφυσης και θα μπορούσε να εκδηλωθεί ,είτε ως υποθυρεοειδισμός, είτε ως καταστολή ή υπολειτουργία της υπόφυσης αντιστοίχως. Επίσης συμμετοχή μπορεί να υπάρχει και από τα επινεφρίδια με επινεφριδιακή ανεπάρκεια ή/και από τις γονάδες με υπογοναδισμό. Οι ασθενείς που θα εμφανίσουν μετά τη θεραπεία με Ipilimumab κεφαλαλγία, προτείνεται να ελεγχθούν με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και λεπτομερή απεικόνιση της υπόφυσης. Ασθενείς που είχαν “ενεργές” εγκεφαλικές μεταστάσεις, πρωτοπαθές μελάνωμα κεντρικού νευρικού συστήματος καθώς και μελάνωμα οφθαλμού δεν συμμετείχαν στη μελέτη έγκρισης του φαρμάκου, ωστόσο η συνήθης κλινική πρακτική δεν τους αποκλείει. Η θυρεοειδική λειτουργία, όπως και η ηπατική λειτουργία, καλό είναι να ελέγχεται κάθε φορά πριν από την επόμενη θεραπεία. Σε περίπτωση επηρεασμού αυτής συνιστάται ρύθμιση με ορμονικά υποκατάστατα, συνήθως από του στόματος. Στις περιπτώσεις αυτές και αφού έχει επιτευχθεί η πλήρης ρύθμιση δεν διακόπτεται η θεραπεία με το Ipilimumab.
Τέλος, η νευροτοξικότητα είναι εξαιρετικά σπάνια και περιλαμβάνει κυρίως κινητικά ή και αισθητικά συμπτώματα. Ακόμη πιο σπάνια είναι μία αναφορά για ασθενή σε κλινική δοκιμή που εμφάνισε Guillian Barre , καθώς και ενός άλλου που ανέπτυξε μυασθένεια Gravis.
Ασθενείς που εμφάνισαν τοξικότητα από Ipilimumab |
60% τοξικότητα οποιασδήποτε βαρύτητας |
13% τοξικότητα grade III,IV 1% θάνατος |
δερματική |
42% |
1% |
γαστρεντερική |
28% |
7% |
ενδοκρινική |
7% |
4% |
ηπατική |
3% |
1% |
άλλα |
4% |
1,5% |
Το PD-1 εκφράζεται από τα Τ-λεμφοκύτταρα και κατά την αλληλεπίδραση με τους συνδέτες της PD-L1 ή PD-L2, λειτουργεί ως συν-ανασταλτικός υποδοχέας που μειώνει την ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων. Το Nivolumab είναι το πρώτο γνωστό μονοκλωνικό αντίσωμα στην κατεύθυνση του PD-1 αποκλεισμού. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες φαίνεται να είναι λιγότερες από αυτές που εμφανίζει η χρήση του CTLA-4 αντισώματος. Οι πιο συχνά αναφερόμενες είναι η ήπια κόπωση, η εμφάνιση κνησμού, εξανθήματος, διαρροϊκών κενώσεων και κολίτιδας. Σπάνια, μπορεί να εμφανιστεί ήπια πνευμονίτιδα (grade I) ασυμπτωματική, που ανευρίσκεται συνήθως σε τυχαίο απεικονιστικό έλεγχο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αναγκαίο είναι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της λοίμωξης ή η πρόκληση πνευμονίτιδας από άλλο λόγο (ακτινοθεραπεία, προηγούμενη θεραπεία κ.α.). Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί πως η anti-PD-1 αγωγή είναι σε βάση πρωτοκόλλου ακόμη στη χώρα μας και η απόφαση για συνέχιση, ελάττωση της δόσης, παροδική, ή μόνιμη διακοπή ορίζεται από αυτό.
Το 1992 ήταν μια χρονιά σταθμός για την ανοσοθεραπεία, αφού τότε δόθηκε από το FDA η έγκριση για τη χρήση της IL-2 στη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου του νεφρού. Ακολούθησε το 1998 με το μελάνωμα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν ωστόσο και τόσο κολακευτικά αφού η συνολική ανταπόκριση στη θεραπεία δεν ξεπερνούσε το 15%. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της χρήσης της Ιντερλευκίνης ήταν, ο υψηλός πυρετός, το ρίγος, το σύνδρομο τριχοειδικής διαφυγής, η υπόταση, η ολιγοουρία, το οίδημα, η διαταραχή του θυμικού, το εξάνθημα, οι διαρροϊκές κενώσεις και η δύσπνοια. Ένα άλλο φάρμακο, η INF alpha (2a/2b/PEG) εμφάνισε και αυτή αρκετές παρενέργειες. Το 50% των ασθενών που λάμβαναν αγωγή, εκδήλωσαν Flu-like σύνδρομο με πυρετό, κεφαλαλγία, κόπωση και αρθραλγίες, ενώ το 10% εμφάνισε συμπτώματα πιο διαχειρίσιμα, όπως ανορεξία, εμετό, ζάλη, οστικά άλγη, αϋπνία, κνησμό, εξανθήματα και εφιδρώσεις.
Το Sipuleucel-T είναι ένα εμβόλιο κατά του ορμονοάντοχου καρκίνου του προστάτη, με αρκετά ιδιαίτερη διαδικασία παρασκευής (ex vivo) αφού απαιτεί τη λήψη περιφερικού αίματος από τον ασθενή τρεις ημέρες πριν και την ενεργοποίηση των μονοπύρηνων αυτού με μία φωσφατάση προστατικού οξέως (PAP-GM-CSF= prostatic acid phosphatase – granulocyte macrophage – colony stimulating factor), εξασφαλίζοντας το ελάχιστο 50×10⁶ αυτόλογων CD54+ κυττάρων όταν ξαναμεταγγιστεί στον δότη. Το φάρμακο αυτό κυκλοφορεί, προς το παρόν, μόνο στην Αμερική και το καταληκτικό σημείο για την επιλογή του ως θεραπεία είναι ο ασθενής να είναι ασυμπτωματικός, με μικρό φορτίο νόσου και χωρίς σπλαχνικές μεταστάσεις. Οι παρενέργειες από τη χορήγηση διαχωρίζονται σε πρώιμες και όψιμες. Έτσι, κατά την έκχυση μπορεί να εμφανιστεί βρογχόσπασμος, ρίγος, ταχυκαρδία, αρθραλγίες και ναυτία. Για τον λόγο αυτό προτείνεται να χορηγείται μισή ώρα μετά από την λήψη παρακεταμόλης και αντιϊσταμινικού. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι ασθενείς βοηθήθηκαν και από τη χορήγηση πεθιδίνης και H1/H2 blockers. Στις όψιμες παρενέργειες ,συχνές ήταν η εμφάνιση αναιμίας, εμέτων, κόπωσης, πυρετού, αρθραλγίες/μυαλγίες και παραισθησία. Συχνή ακόμη ήταν και η αναφορά ασθενών που εμφάνισαν βακτηριαιμία. Η φαρμακευτική εταιρεία που το παράγει και το προωθεί τονίζει πως δεν πρέπει το φάρμακο να λαμβάνεται όταν υπάρχει υποψία λοίμωξης ή σήψης και πως προορίζεται αποκλειστικά για αυτόλογη χρήση. Τέλος, σημαντικό είναι το γεγονός πως από την μελέτη έγκρισης του φαρμάκου αποκλείστηκαν οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς και συνιστάται να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας, η ταυτόχρονη χρήση ανοσοκατασταλτικών παραγόντων (όπως η συστηματική χρήση κορτικοστεροειδών).
Το άξιον, βέβαια, αναφοράς είναι, πως οι φαρμακευτικές εταιρείες που κινούν εν μέρη και την έρευνα δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον και ήδη δοκιμάζονται ανοσολογικές θεραπείες σε όλες σχεδόν τις μορφές καρκίνου τόσο των συμπαγών όσο και των αιματολογικών κακοηθειών. Μέρος σε τέτοιες μελέτες έχουν λάβει και μεγάλα Ελληνικά ογκολογικά κέντρα. Η ανοσοθεραπεία χωρίζεται προς στιγμήν σε δύο κατηγορίες: τα εξατομικευμένα ή ειδικά φάρμακα (όπως το Sipuleucel-T) και τα μη εξατομικευμένα ή μη ειδικά (όπως το Ipilimumab, IL-2, INF). Το ιδανικό ανοσοθεραπευτικό φάρμακο πρέπει να πληροί δύο βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να καταφέρνει να διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστημα και να επιτυγχάνει ειδική ανοσοαπάντηση ενάντια στον (καρκινικό) στόχο. Να στοχεύει έτσι ειδικά αντιγόνα που να σχετίζονται με τον όγκο, συνήθως μέσω της διέγερσης των Τ-λεμφοκυττάρων, τα οποία έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τα αντιγονικά πεπτίδια που εκφράζονται εντός του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας στην επιφάνεια των κυττάρων και αυτό μόλις μέσα σε 9 έως 14 ημέρες. Η δεύτερη βασική προϋπόθεση είναι, οι ανοσιακές απαντήσεις να είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση των ανοσοκατασταλτικών μηχανισμών (μηχανισμοί αντίστασης) που μπορούν να αναπτυχθούν από τον όγκο.
Ένα ακόμη εμβόλιο για τον ασυμπτωματικό ολιγομεταστατικό ορμονοάντοχο καρκίνο του προστάτη που βρίσκεται σε πειραματική φάση είναι το PSA-TRICOM, και στόχο έχει την ανοσιακή απάντηση εναντίον των κυττάρων που εκφράζουν PSA. Ως όχημα για την επίτευξη αυτού του σκοπού , χρησιμοποιείται ο ανασυνδιασμένος ιός της Ευλογιάς και τα διαγονιδιακά μόρια, που έχουν εκχυθεί υποδορίως, μεταγράφονται και ενεργοποιούν τα CTLs και τα Τ-λεμφοκύτταρα. Στην φάσης δύο μελέτη που ολοκληρώθηκε φάνηκε αύξηση της συνολικής επιβίωσης και τώρα το εν λόγω φάρμακο βρίσκεται τόσο σε κλινικές δοκιμές φάσης τρία, όσο και σε μελέτη συγχορήγησης με το Ipilimumab.
Επιπροσθέτως, εξελίξεις υπάρχουν και στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα. Το L-BLP25 (Stimuvax) είναι ένα πειραματικό εμβόλιο που έχει σχεδιαστεί για να επάγει ανοσολογική απάντηση εναντίον των καρκινικών κυττάρων που εκφράζουν τον MUC1. Ο σχεδιασμός της εν λόγω μελέτης ήταν αρκετά έξυπνος και στο σκέλος που έλαβε το εμβόλιο χορηγήθηκε μία εφάπαξ δόση Cyclophosphamide 300mg/m², που από τους ερευνητές θεωρήθηκε, ότι προάγει την ανοσιακή απάντηση του εμβολίου, χωρίς από την άλλη πλευρά να έχουν τις ανεπιθύμητες τοξικότητες της χημειοθεραπείας. Οι ασθενείς που συμμετείχαν ήταν σταδίου ΙΙΙΒ και ΙV και είχαν λάβει πρώτης γραμμής χημειοθεραπεία με μερική ανταπόκριση ή με σταθεροποίηση της νόσου (PR ή SD). Τα πρώιμα αποτελέσματα έδωσαν υπεροχή στο εμβόλιο και ιδίως στις περιπτώσεις ασθενών με ενδοθωρακική νόσο, μικρό μεταστατικό φορτίο και μεγάλη έκφραση του MUC1 με m.OS τους 27,6 μήνες σε σχέση με 13 μήνες από το σκέλος που έλαβε το εικονικό φάρμακο. Ένα άλλο εμβόλιο για τον καρκίνο του πνεύμονα, που όμως δεν είχε την ίδια καλή τύχη είναι το MAGE-A3 και αναπτύχθηκε για ασθενείς που έφεραν το αλλήμορφο HLA-A1 και έκραζαν το MAGE-A3. Τέλος, το BELAGENPUMATUCEL-L (LUCANIX) έχει περάσει με επιτυχία τις δοκιμές της δεύτερης φάσης και τώρα δοκιμάζεται σε τρίτης φάσης μελέτη. Βασίζεται στον αυξητικό παράγοντα των β2 (TGF-β2) ο οποίος καταστέλλει τα κύτταρα φυσικούς φονείς (Natural killer cells) και ενεργοποιεί τα δενδριτικά κύτταρα. Το εμβόλιο παρασκευάστηκε από επιμόλυνση αλλογενών καρκινικών κυττάρων με ένα πλασμίδιο TGF-β2 και μετά ακτινοβολήθηκε. Η ανοσιακή απάντηση φάνηκε να οδηγεί σε μείωση του πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων. Σημαντικό είναι από τις αναφορές, πως οι τοξικότητες των παραπάνω εμβολίων ήταν συνήθως grade I,II και σχετικά εύκολα διαχειρίσιμες. Όμως η γενική πεποίθηση είναι πως τα εμβόλια στην πλειοψηφία τους δεν κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στο πρώτο σκαλί του βάθρου και να αντικαταστήσουν τελείως την γνωστή μας χημειοθεραπεία (όπως στο L-BLP25που προαναφέραμε). Συνδυασμοί διάφοροι, με στοχευτικούς παράγοντες, χημειοθεραπεία αλλά και μεταξύ τους θα απασχολήσουν στο μέλλον σίγουρα την ογκολογική κοινότητα.
Η ογκολογία ως ιατρική επιστήμη, πρωτοπόρος, εισέρχεται στον “ωκεανό” της ανοσοθεραπείας και φαίνεται μέχρι στιγμής, ότι κερδίζει το στοίχημα της εξέλιξης των
“ειδών” της Δαρβινικής θεωρίας, αφού στο πέρασμα των ετών έχει καταφέρει να διαφοροποιηθεί, τόσο από την αρχική της τοποθέτηση, όσο και από τις περισσότερες ιατρικές ειδικότητες. Ωστόσο, όπως κάποτε έγραφε στον επίλογο του βιβλίου του “Descent of man” ο Δαρβίνος: παρ’ όλες τις ευγενείς ιδιότητες του ανθρώπινου είδους και τις ανυψωμένες δυνάμεις του, πάντα ο άνθρωπος θα κουβαλάει στο σώμα του το ανεξίτηλο στίγμα της χαμηλής καταγωγής του, έτσι και στα ογκολογικά θεραπευτικά πλαίσια και παρά την αλματώδη ανάπτυξη, πάντα θα υπάρχει μία θέση για την κλασσική χημειοθεραπεία. Ο σημερινός, λοιπόν, ογκολόγος, καλείται να διακρίνει με την οξεία κρίση του, κατηγορίες ασθενών και κατηγορίες θεραπειών, αντισταθμίζοντας διαφορετικά θεραπευτικά αποτελέσματα και διαφορετικές τοξικότητες ή ακόμη και συνδυασμούς αυτών, σε σκοτεινά μονοπάτια που η επιστήμη δεν έχει προλάβει να φωτίσει.