Ακολουθεί η συνέντευξη του Ι. Μπουκοβίνα, στην Εφημερίδα των Συντακτών και τον Σ. Μανουσέλη
Τη συνέντευξη μπορείτε να τη βρείτε στο link που ακολουθεί: http://www.efsyn.gr/arthro/metaxy-zois-kai-thanatoy-o-karkinos-sto-teliko-stadio
Μεταξύ ζωής και θανάτου: ο καρκίνος στο τελικό στάδιο
Aπό 18 έως 21 Ιουνίου 2015 πραγματοποιείται στην Κωνσταντινούπολη, στην περίφημη Θεολογική Σχολή Χάλκης, ένα σημαντικό διεθνές συνέδριο με τίτλο: «Καρκίνος στο τελικό στάδιο: η ανατριχίλα των συνόρων» (End of life in cancer: Across the borders).
Το συνέδριο διοργανώνεται από την Εταιρεία Μελέτης Καρκίνου Πεπτικού Συστήματος – Care Across, σε συνεργασία με τη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, με τις ευλογίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Μολονότι το συνέδριο απευθύνεται πρωτίστως σε γιατρούς που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του καρκίνου, η οργανωτική επιτροπή φρόντισε ώστε τόσο το πρόγραμμα όσο και οι εισηγήσεις να καλύψουν όσο το δυνατόν πιο σφαιρικά το θέμα. Ετσι, μεταξύ των εισηγητών είναι όχι μόνο επιφανείς γιατροί αλλά και θετικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιερωμένοι, καλλιτέχνες, κοινωνιολόγοι.
Ανάμεσα στους προσκεκλημένους είναι και ο γράφων ο οποίος, ως ειδικός επιστημονικός συντάκτης της «Εφ. Συν.», προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε αυτό το τόσο ενδιαφέρον -από γνωσιακή, υπαρξιακή και κοινωνική άποψη- συνεδριακό εγχείρημα. Για το σκεπτικό και τους στόχους αυτού του διεθνούς συνεδρίου ζητήσαμε να μας μιλήσει ο Ιωάννης Μπουκοβίνας, διευθυντής του Ογκολογικού Τμήματος της Βιοκλινικής Θεσσαλονίκης και μέλος της τετραμελούς οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου.
Ως ογκολόγος έρχεστε καθημερινά σε επαφή με ανθρώπους που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της ασθένειας. Ποια ήταν τα προσωπικά κίνητρα που σας έσπρωξαν να ασχοληθείτε με τέτοιες απελπισμένες και απελπιστικές (ιατρικά) περιπτώσεις ασθενών; Και πόσο προετοιμασμένοι θεωρείτε ότι είναι σήμερα για την αντιμετώπισή τους τόσο οι θεράποντες ιατροί όσο και ο ίδιος ο ασθενής και η οικογένειά του;
Μετά τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο το 1991, στο Ιρακινό Κουρδιστάν, τότε που ακόμα η παιδιατρική με βασάνιζε, με τον «αδελφό» Μπάμπο Χριστοφίδη κάναμε ανάνηψη επί 6 ώρες σε ένα μωρό που κινδύνευε η ζωή του, μέχρις ότου το μωρό ξεψύχησε.
Στην άκρη της πόρτας του δωματίου στεκόταν η μητέρα. Ηρθε αμίλητη, χωρίς ούτε ένα δάκρυ στο πρόσωπο και πήρε το μωρό της, τυλιγμένο σε μία πάνα. Την άλλη μέρα που περνούσαμε κοντά από το νεκροταφείο της πόλης, την ακούσαμε να κλαίει τόσο γοερά, που το κλάμα της αντηχούσε σε όλη την πόλη. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ… Αμα δεν λες αυτό που νιώθεις θα έλθει κάποια στιγμή που θα πάψεις να το νιώθεις.
Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν μου έφτανε η παθητική σχέση με το υποκείμενο και στράφηκα στους μεγάλους θανάτους. Ο γιατρός που παρακολουθεί ασθενείς με καρκίνο γνωρίζει ή οφείλει να αναγνωρίζει πόση μοναξιά κρύβεται στο τελικό στάδιο, εκεί που όλοι παίζουν θέατρο, εκεί που άλλα γιγαντώνονται και άλλα προσπερνώνται ως ασήμαντα, εκεί που σε συντροφεύει ο πόνος. Και σε εκείνες τις ακροτελεύτιες στιγμές παίρνεις αξεπέραστα μαθήματα ζωής που φωτίζουν τις σκοτεινές στιγμές σου και επανασυνδέουν νηφάλια τον προσωρινό αφανισμό με την Αλήθεια!
Σε ένα νοσοκομείο που ασχολείται με τον καρκίνο, η κούραση έπειτα από μία εφημερία που περιέχει και θάνατο είναι ασήκωτη. Νιώθεις εξάντληση σωματική και ψυχική. Αγωνιζόμασταν να λυτρώσουμε από τον πόνο και την οδύνη, να ξεδιψάσουμε στεγνά χείλη, να κρατήσουμε χέρια που απαγκιστρώνονταν σιγά σιγά από τη ζωή, μάχες με αξιοπρέπεια στον επώδυνο χώρο του καρκίνου, άλλες νικηφόρες, άλλες με απώλειες που πονούσαν σαν καρφιά στα μάτια.
Στους ειδικευόμενους που βρίσκονταν κοντά μου έλεγα πάντα ότι πρέπει να νιώθουν ευλογημένοι, γιατί ήταν τα πρόσωπα που συνόδευσαν τον ασθενή ώς το τέλος. Το όλο ζήτημα είναι να αγγίξεις κάποιον, να κάνεις κάποιον να ενδιαφερθεί. Και εγώ βέβαια πολλές φορές νιώθω ευλογημένος που είμαι το τελευταίο πρόσωπο που βλέπουν οι ασθενείς μου πριν από τον θάνατο. Νομίζω ότι με το άγγιγμά μας μεταφέρεται μια ενέργεια, μια πνοή για να τους συντροφεύσει στον άλλο κόσμο. Νιώθω σαν «άγγελος» με την έννοια του συν-παραστάτη. Αν δεν το φιλοσοφήσει ένας ογκολόγος έτσι, τότε η συναισθηματική πίεση της ειδικότητας είναι εξαντλητική.
Οι ασθενείς και το οικογενειακό περιβάλλον τους έχουν την ίδια αίσθηση για τον θάνατο όπως και οι γιατροί τους. Φτάνουν στο τέρμα έχοντας εξαντλήσει τα αποθέματα ζωής σε ατερμάτιστες σχέσεις, σε καταλαγιασμένες φωνές, σε ενοχικές συνειδήσεις, σε ψιθύρους και οιμωγές. Πού καιρός να διεκδικήσεις το μέγιστο της αποχώρησης μετά άρτου και οίνου!
• Σήμερα υπάρχει ένα σοβαρότατο έλλειμμα «παιδείας θανάτου» -ατομικής και κοινωνικής. Πόσο κατάλληλα προετοιμασμένος είναι σήμερα ο δυτικός άνθρωπος για την αντιμετώπιση της θνητότητας; Και πώς εξοικειώνεται κανείς με την ιδέα της οριστικής απώλειας που είναι ο θάνατος;
Πριν από μερικά χρόνια στον μεγάλο καύσωνα που αφάνισε χιλιάδες Γάλλους, κυρίως ηλικιωμένους και ανήμπορους, ξεπήδησε το μότο «La mort de la mort» («Ο θάνατος του θανάτου»), εννοώντας ότι δεν αναγνωρίζουμε στον θάνατο το δικαίωμα ύπαρξης, αφού ο πολιτισμός μας αποθεώνει αποκλειστικά την ομορφιά και τη νεότητα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσα χρήματα ξοδεύονται καθημερινά σε ινστιτούτα αισθητικής, σε γυμναστήρια, στην επίδειξη πλούτου και σε κιτς εκδηλώσεις και πόσα -αντίθετα- δαπανώνται για την ουσιαστική εκπαίδευση στην τελετουργία της θνητότητας.
Οποιος θεωρεί ότι το να μιλάμε για τον θάνατο είναι ένα θέμα ταμπού, είτε είναι επιλήσμων της περιρρέουσας κοινωνικής κακοφωνίας είτε μιλά με σοφιστείες. Η αφωνία μας μπροστά στον θάνατο παραπέμπει στη συστηματική απώθηση της δικής μας θνητότητας. Ο πολιτισμός μας κάνει ό,τι μπορεί για να κρύψει από την κοινή θέα τον άρρωστο ή τον θνήσκοντα. Η απεικόνιση του θανάτου στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση είναι ένα είδος εικονικής υπεκφυγής από τον πραγματικό θάνατο: θάνατος είναι ό,τι συμβαίνει στους άλλους.
Αυτή η διαπίστωση είναι σχετικά πρόσφατη. Κάθε προσπάθεια σύγκρισης με το παρελθόν σκοντάφτει στο περιορισμένο υλικό και την αδυναμία μας να γνωρίζουμε πώς βίωναν τον θάνατο οι άνθρωποι που έζησαν πριν από 5.000 έως και 500 χρόνια. Προσπαθούμε να ανασυνθέσουμε την εικόνα από αποσπασματικά ιστορικά τεκμήρια, όπως ταφικά κτερίσματα, θρησκευτικές τελετουργίες, ημερολόγια και λαϊκά τραγούδια. Εχουμε βέβαια τα αποφθέγματα φιλοσόφων και θρησκευτικών ηγετών, αλλά η σχέση των λόγων τους με την κοινωνία παραμένει ασαφής.
Ο Πλάτων ορίζει τη φιλοσοφία ως στοχασμό θανάτου, άποψη η οποία διαμορφώθηκε αναμφίβολα και από τη στάση του δάσκαλου του Σωκράτη απέναντι στον θάνατο. Ο θάνατος του Σωκράτη μαζί με αυτόν του Χριστού τροφοδοτούν τη Δύση με ένα πρότυπο για το πώς πρέπει να είναι ένας καλός θάνατος: ο θνήσκων οφείλει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος, διαυγής, θαρραλέος και με ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Η εξοικείωση με το τέλος της ζωής απαιτεί παιδεία θανάτου. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: διδάσκοντας κάποιον αφενός πώς να πεθάνει και αφετέρου πώς να καταλάβει τον θάνατο.
Και όσον αφορά το πρώτο, η διδασκαλία μπορεί να είναι λεκτική ή μη λεκτική, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα των γιατρών που μαθαίνουν από τους ίδιους τους ασθενείς ή του παιδιού που αφομοιώνει την προσέγγιση του θανάτου από τους μεγαλύτερους (π.χ. θάνατος παππού, κατοικίδιου ζώου, δημόσιου προσώπου). Για το δεύτερο απαιτείται εκπαίδευση ήδη από το σχολείο, με τρόπο ανάλογο με αυτόν που διδάσκεται, ή μάλλον θα όφειλε να διδάσκεται, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, από δασκάλους με γνώσεις ψυχολογίας, βιολογίας, κοινωνιολογίας, με σεβασμό στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κάθε ατόμου. Μόνον έτσι θα σταματήσουν να αναπαράγονται τα αρνητικά στερεότυπα της άγνοιας.
• Στην εποχή μας την αποκλειστική διαχείριση της ασθένειας και του θανάτου την έχει αναλάβει η Ιατρική, τόσο θεσμικά όσο και πρακτικά. Σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις οι γιατροί καλούνται να πάρουν την ευθύνη κρίσιμων αποφάσεων, όπως είναι η διατήρηση στη ζωή ασθενών που βρίσκονται στο τελικό στάδιο μιας μη ιάσιμης ασθένειας ή που υποφέρουν από σοβαρή και μόνιμη άνοια και βρίσκονται σε κατάσταση «φυτού». Τι γνώμη έχετε για τη νομιμοποίηση της «ευθανασίας» ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις;
Είναι πολύ δύσκολο για έναν γιατρό να βοηθήσει τους ασθενείς του να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους παρέχοντάς τους την απαραίτητη ιατρική φροντίδα ακόμα κι όταν αδυνατεί να θεραπεύσει. Η αρρώστια μπορεί να είναι ανίατη, χρέος όμως του γιατρού είναι να αντιμετωπίζει τον ασθενή με τον πιο έντιμο τρόπο, σεβόμενος στο μέτρο του δυνατού την ανεξαρτησία του.
Μπορεί αυτό που σήμερα λέμε «καλός θάνατος» να είναι μια ψευδαίσθηση, ακόμη και αν τον προσεγγίζουμε σε ορισμένες νευροεκφυλιστικές παθήσεις με τη συναίνεση της κοινωνίας. Η έρευνα όμως πάνω σε αυτό το επίμαχο θέμα άρχισε πρόσφατα να αναδιπλώνεται ύστερα από χρόνια απώθησης από το ιατρικό επάγγελμα. Και επικεντρώνεται πλέον σε θεμελιακές αξιώσεις, όπως είναι η ακριβής και σαφής ψυχολογική αξιολόγηση του ασθενούς βάσει μεθόδων που είναι σε θέση να ποσοτικοποιούν την επίδραση διαφόρων συναισθηματικών αντιδράσεων, όπως ο θυμός, το άγχος, η απόρριψη, η κατάθλιψη, η εγκατάλειψη, η εξουθένωση, ο φόβος.
Χρειάζεται όμως να γίνουν κι άλλα πράγματα, όπως επαρκής εκπαίδευση όλων των ανθρώπων που μοιράζονται το τελικό στάδιο της ζωής με τους ασθενείς, δημιουργία ενός δικτύου ικανού να ανταποκριθεί στα αιτήματα των μονάδων ανακουφιστικής φροντίδας (hospices), βοήθεια στο σπίτι και στο νοσοκομείο και οικονομική ενίσχυση στις οικονομικά αδύναμες οικογένειες που αντιμετωπίζουν επιπλέον και τον θάνατο ενός δικού τους ανθρώπου.
Ολα αυτά απαιτούν την εναρμόνιση τεχνικών και ηθικών παραμέτρων, με γνώμονα πάντα τη βαθύτερη ανθρωπολογική διάσταση. Είναι δύσκολο να αποδεχθείς τον θάνατο, ακόμα και για τους γιατρούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Φραντς Κάφκα δήλωνε: «Είναι εύκολο να γράψεις μια συνταγή με φάρμακα, αλλά είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να μιλήσεις σε ανθρώπους που υποφέρουν».