Το Κοινόβιο
του Μάριου Χάκκα
περιλαμβάνεται στα “Άπαντα”, Εκδόσεις Κέδρος, 2008, σελ. 632
Ο Μάριος Χάκκας ήταν λογοτέχνης που η αξία του έργου του αναδύεται όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια. Γεννήθηκε το 1931 και πέθανε το 1972 έπειτα από πολύχρονη βασανιστική πορεία με μεταστατικό στους πνεύμονες καρκίνο νεφρού. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του το έγραψε όντας καρκινοπαθής. Το βιβλίο που τον έκανε γνωστό είναι “Ο μπιντές και άλλες ιστορίες” (Κέδρος 1970). Όμως το πιο τραγικό βιβλίο του ήταν “Το Κοινόβιο”, στο οποίο περιλαμβάνονται εκτός από το ομώνυμο διήγημα και άλλα δύο: “Τα τελευταία μου” και το “Ένοχος ενοχής”. Το βιβλίο αυτό ο Χάκκας δεν πρόλαβε να το δει όταν εκδόθηκε.
Διαβάζοντας τα Άπαντα του Μάριου Χάκκα (εκδόσεις Κέδρος, 2016) αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι το “Κοινόβιο” δεν μοιάζει με τα άλλα μικρά, ολιγοσέλιδα διηγήματα. “Τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές’ στη δεύτερη, το πολύ στη τρίτη σελίδα εξαντλούνται”, δηλώνει κάπου. Στο “Κοινόβιο” γράφει τα πιο εκτενή και πυκνά διηγήματά του. Επικεντρώνεται αποκλειστικά στο επικείμενο τέλος της ζωής του. Γίνεται εξομολογητικός και ενίοτε σαρκαστικός και ειρωνικός. Χρησιμοποιεί πολλά υπερρεαλιστικά και ποιητικά στοιχεία, αφήνει τη μνήμη και τη φαντασία να ξετυλιχθούν, θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσεως.
Ο Χάκκας τις τελευταίες μέρες της ζωής του φτάνει στη τραγική φάση να ανασυνθέσει το προσωπικό του Σύμπαν. Να απορρίψει και να ξαναχτίσει το μέσα του. Βιώνει την ήττα σε πολλά επίπεδα. Μάχιμος αριστερός με διώξεις, στερήσεις και φυλακίσεις βλέπει το πολιτικό ιδεατό του όνειρο να γκρεμίζεται, οι σύντροφοί του να τον προδίδουν και να τον υποτιμούν, να μην τον αφήνουν να αρθρώσει την έκφρασή του ελεύθερα, να τον διώχνουν, να τον χαρακτηρίζουν ενοχλητικό αναθεωρητή. Από την άλλη μεριά, η ζωή του τελειώνει όντας πολύ νέος, μόλις 41 ετών. Πολλές επισκέψεις σε νοσηλευτικά κέντρα της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας κι αλλού τον απογοήτευσαν ως προς την έκβαση της νόσου του. Η αρρώστια δεν τον επιτρέπει να ολοκληρώσει το συγγραφικό του έργο που τόσο θέλει. Και κυρίως η υπαρξιακή του μοναξιά του στερεί κάθε δυναμική να ακουμπήσει κάπου για να στηριχτεί. Ο εξομολογητικός του σπαραγμός φτάνει σε γκρεμούς και η πικρία του αδιάλειπτη.
Στο πρώτο διήγημα “το Κοινόβιο”, ο συγγραφέας εκκινώντας από την απόρριψη που βίωσε από τους πολιτικούς συντρόφους του που τον υποτίμησαν, τον αδίκησαν, τον λοιδόρησαν (“…πόσο φύραναν οι ιδέες…” λέει), έχοντας “τεμαχισμένη ψυχή”, κουρασμένος από την αρρώστια, στρέφεται σε παλιούς του φίλους οικείους, ταπεινούς, αποτυχημένους, ασθενούντες, με πάθη και αδυναμίες, αλλά κυρίως ανθρώπους με ευθύτητα και αυθεντικότητα. “…Όχι οι χαρές των νικητών, μόνο των χαμένων το κλάμα, το κλάμα, το παγκόσμιο κλάμα...”. Μέσα σε ένα μυστηριακό τοπίο, στο ξωκκλήσι του Αϊ-Γιώργη Κουταλά, φαντάστηκε τη δημιουργία ενός ιδιόρρυθμου κοινοβίου. “…Όλα υπάρχουνε μέσα μου, γι’ αυτό σχεδιάζω ένα κοινόβιο που θα μας αποσπάσει από τη παγκόσμια μοναξιά…”. Το κοινόβιο θα λειτουργεί χωρίς αρχηγό, το πολύ πολύ να υπάρχει (συμβολικά) μια μητέρα για ένα Υπουργείο Γεννήσεων, ένας εικοσάρης για το Υπουργείο του Έρωτα κι ένα γεροντάκι για το Υπουργείο Θανάτου. Κι εκεί μέσα θα μαζεύονται “…να χορτάσει ο ένας τον άλλον…”. Αναφέρεται με στοργή στους τελευταίους φίλους του που μαζεύει στο Κοινόβιο, αλλά συνεχώς επιστρέφει με πικρία και αφόρητη απογοήτευση στους παλιούς συντρόφους του, του κόμματος: “…κάθε φορά που προσπαθήσαμε να βρεθούμε μαζί μέσα από κάποια κοινή υπόθεση μας τσάκισαν, μας ρίξανε πίσω πάνω στα βράχια… Δεν υπήρχε πια όραμα και μείναμε μόνοι...” Η αίσθηση της αδικίας τον οδηγεί σε υπαρξιακές περιδινήσεις. “…Τί είναι ο άνθρωπος. Απ’ τη ζωή στο θάνατο ειν’ ένα μονοπάτι. Πού να βγαίνει αυτό το μονοπατάκι; Μάλλον προς το βουνό. Κάποτε το περπάτησα, δε βγαίνει πουθενά, κάπου χάνεται…” . Φτάνει μαζί με τους φίλους του στην έσχατη ταπείνωση: “…ένας ένας γλιστράμε και δεν αφήνουμε τίποτα πίσω μας, ούτε τα ίχνη που αφήνει ένας γυμνοσάλιαγκας στη κίνησή του...”.
Περιγράφει με ποιητικό τρόπο το άδοξο τέλος πολλών αγαπημένων φίλων του. Για κάποιους “…ίσως ο θάνατος να είναι κάτι καινούργιο…” Δεν αφήνει έξω και τον εαυτό του: “…τώρα που βάρυνα, όλο και χάνω, βλέπω τους στόχους μου ν’ απομακρύνονται, ξαναπερνάω αντίστροφα τα ίδια σημεία, ίσως πάω και παρακάτω από κει που ξεκίνησα, θα βρεθώ στο τέλος στον πάτο…” Θρηνεί τον εαυτό του που δεν έχει μέλλον να ξαναρχίσει από την αρχή: “…καλή κακή αυτή είναι η ζωή σου, πώς να τη διαγράψεις για να ξαναρχίσεις, και καλά να έχεις περιθώρια για ένα καινούργιο ξεκίνημα, κι εγώ δεν τα έχω, δεν μπορώ να μικρύνω όγκο κανένα, δεν ξαναγίνομαι είκοσι χρονώ, αυτό είναι βέβαιο...”
Παρά τον αθεϊσμό του συνομιλεί και με τον Αϊ-Γιώργη Κουταλά. Τον κάνει κι αυτόν φίλο του Κοινοβίου. Ίσως να ελπίζει και σε αυτόν: “…την τελευταία στιγμή ίσως έρθει ο άγιος και μου παρασταθεί. Αν υπήρξα κακός και ανάξιος , θα μου ανοίξει τις φλέβες ο ίδιος με το κοντάρι… Αν υπήρξα δίκαιος, θα μου κρατήσει το κεφάλι, θα μου πει και κανέναν παρήγορο λόγο: «Σαν λουλούδι μαραίνεται, σαν χορτάρι ξεραίνεται». Σαν κυδώνι μαράγκιασα, σαν σύκο σάπισα…” Τέλος, μπαίνει μέσα στο ξωκκλήσι, όπου αίφνης, σε όλες τις τοιχογραφίες τα πρόσωπα των φίλων του κοινοβίου αντικατέστησαν τους αγίους, “αγιοποιώντας” έτσι τους αγαπημένους συντρόφους του που πίστεψε σε αυτούς και αυτοί δεν τον πρόδωσαν, ούτε τον λύπησαν.
Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής “Τα τελευταία μου”, ο Μάριος Χάκκας φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, με έντονα πια συμπτώματα ατονίας, βήχα και δύσπνοιας, απογοητευμένος από τη μοίρα του, κάνει μια μοναδική έντεχνη προσπάθεια να ανασυνθέσει το εσωτερικό του Πάνθεον. Άνθρωποι, έρωτες, ιδέες, ο Θεός παίρνουν σειρά ο ένας μετά τον άλλο, έρχονται απέναντί του και συνομιλεί με τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Μιλάει και εξομολογείται, γυμνώνει εαυτόν, ρωτάει, απορεί, αμφισβητεί, κάνει κριτική, απορρίπτει, κατηγορεί, σατιρίζει, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, θλίβεται, παραπονιέται. Με όλους και όλα απογοητευμένος. Με την αδικία του θανάτου, ιδίως των νέων. Δεν μπορεί πια να ερωτευτεί, που ο έρωτας για αυτόν ήταν το δεύτερο (μαζί με το γράψιμο) συστατικό της ζωής του: “πάρε με, πάρε με” του έλεγε η κοπέλα που γνώρισε. “Για πού; τη ρωτάω φουριόζικα. Εκεί που πάω δεν μπορώ να πάρω κανέναν”. Μιλάει με απογοήτευση πια για τις συνεδριάσεις του κόμματος: “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω” τους έλεγε “και φυσικά δεν εγκολπούται κανείς τις απόψεις μου (παλιά δουλειά, και πότε με άκουσαν), κι είμαι αναγκασμένος να τους εξηγήσω πως εγώ θα πεθάνω για τον εαυτό μου και μόνο, δεν έχω σκοπό να πεθάνω για κανένα σκοπό, θα το γλεντήσω λοιπόν, είναι δική μου, καταδική μου υπόθεση… Φεύγω και συνεχίζω την περιπλάνηση”. Με “αυθάδη” τρόπο μιλάει και σε εκείνον με τη μακριά άσπρη γενειάδα -υπονοεί τον Θεό. Τον σκιαγραφεί σαν σκυθρωπό, αδυσώπητο και στο βλέμμα του μέσα η άβυσσος. Τον παρακαλάει, “…αποζητάω κάποια ρωγμή, μια μικρή σύσπαση για να γλιστρήσω και να περάσω σώος από την άλλη μεριά ίσαμε να γραφτεί αυτό το βιβλίο, όχι για πάντα…, μια μικρή εξαίρεση, κάποιο φάρμακο που να κρατάει τον όγκο για τέσσερα πέντε χρόνια στο ίδιο σημείο, όχι ίαση...” Αναφέρεται στη σύζυγο και στη μάνα του: “…τελικά όλο και κάπου ανήκω, δικός μου δεν μπόρεσα να υπάρξω ποτέ…”.
Ονειρεύεται
τη μαγεία του έρωτα. Μόνο αυτός του δίνει δύναμη και υγεία. Σε μια λογοτεχνικά
καταπληκτική και με έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία περιγραφή φαντάζεται πώς
ανεβαίνει από τη γη, βγαίνει από το δωμάτιο της αρρώστιας, φτάνει στα σύννεφα
και εν μέσω αυτής της -σαν όραμα- ψευδαίσθησης μιλάει, σκέφτεται, φαντάζεται,
αισθάνεται. Θέλει να ζήσει: “…Κάποτε
σκεφτόμουνα πως αν έχανα τα πόδια μου από τροχαίο ατύχημα θ’ αυτοκτονούσα. Τώρα
κοντανασαίνω με κομμένα γόνατα, κάθε τόσο σταματάω και κάθομαι, δεν έχω πόδια,
κι ακόμα επιμένω να υπάρχω. Θέλω να ζω όπως πρώτα κι ας μην έχω δυνάμεις, μέσα
στους δρόμους, να μην αλλάξω τίποτα απ’ τον ρυθμό μου, κι αυτός πέφτει στο
ρελαντί, όπου να ‘ναι θα σβήσει, αυτόν τον ανήφορο δεν τον βγάζω, θέλω να
ξαπλωθώ, νοσταλγώ το κρεβάτι…” Διαμαρτύρεται για την αδικία που του
συμβαίνει: “…γιατί πρέπει να πεθάνω στα
σαράντα μου, όταν άλλοι φτάνουν εβδομήντα και ογδόντα; …Ποιός είναι αυτός που
το δίνει και το παίρνει και το Σάββατο πεθαίνει; Δικαιοσύνη”
Και συνεχώς ψάχνει το αόρατο αίτιο όλης αυτής της τραγικότητας. “…Είναι να μη μπλέξεις με τη μεταφυσική. Ψάχνω
μήπως κι ανακαλύψω αυτόν που μου βάζει το αίνιγμα…” κι αλλού “…Ψάχνω και δε βρίσκω την αλήθεια, τα κρυφά
και τ’ αφανέρωτα μου μένουν πάντα άγνωστα...”
Το τρίτο διήγημα της σειράς είναι το “Ένοχος ενοχής”, στο οποίο ο Χάκκας αλλάζει εντελώς ύφος, τρόπο γραφής και ατμόσφαιρα. Υπάρχει υπόθεση, τα εξομολογητικά σημεία είναι λίγα και εκφράζονται εμμέσως. Μέσα σε μια Καφκική ατμόσφαιρα ξετυλίγεται η “ανάκριση” του συγγραφέα, μπερδεύοντας έντεχνα πεπραγμένα πολιτικά, προσωπικά, κοινωνικά, λογοτεχνικά. Με καθαρά σουρεαλιστικά εργαλεία γραφής, πότε με χιούμορ, πότε με σάτιρα, με θεατρικότητα κριτικάρει ουσιαστικά το ανακριτικό σύστημα του κράτους, από το οποίο καταλήγεις (υποχρεωτικά;) ένοχος και καταδικαστέος.
Αν και δεν μπορεί κανείς να δει αποσπασματικά το έργο ενός λογοτέχνη, ο Μάριος Χάκκας στο “Κοινόβιο” διαφοροποιείται από το υπόλοιπο έργο του, γιατί γίνεται περισσότερο εξομολογητικός, αγωνιώδης, ασθματικός στη σκέψη και τη γραφή του, αφήνοντας έντονη τη πικρία του για το επικείμενο τέλος που συνυπάρχει με αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα, με απραγματοποίητα όνειρα, με μισοτελειωμένες προθέσεις, με νοσταλγικές μνήμες, με μη επουλωμένα τραύματα. Ο Χάκκας περιέγραψε με αιχμηρή, σκληρή γλώσσα το εσωτερικό τοπίο της θλίψης του ανθρώπου που βαδίζει νέος και εν πλήρει συνειδήσει προς τον θάνατο. Και το βάλσαμό του ήταν η δια της γραφής πλήρης απογύμνωσή του και εν τέλει η λύτρωσή του.