ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η ελπίδα της Λινέτ
Του π. Λουκά Βερόνη
Εκδόσεις «Ακρίτας», 2009, σελίδες 328
Πρόλογος: Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος
Η «Ελπίδα της Λινέτ» είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Αφορά την Ιεραποστολική δραστηριότητα και την εν πλήρη επιγνώσει πορεία προς τον θάνατο μιας νέας γυναίκας, συζύγου και μητέρας δύο μικρών παιδιών, της Λινέτ Χοπ (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου, Χοπ=ελπίδα). Το συγκλονιστικό του βιβλίου έγκειται στην προσωπική περιγραφή της πνευματικής κυρίως περιπέτειας μιας Ορθοδόξου Χριστιανής Ιεραποστόλου στο δρόμο προς τον θάνατο και τη συνάντησή της με τον Χριστό, για τον οποίο είχε κάνει μέχρι τότε άπειρες θυσίες και αγώνα.
Η Λινέτ Χοπ ήταν Αμερικανίδα από την Μινεσότα, ένα από τα πέντε παιδιά Αμερικανών Προτεσταντών Ιεραποστόλων, με προηγούμενες εμπειρίες σε αποστολές στην Κολομβία και Ουγκάντα. Εξ αιτίας προσωπικών ανησυχιών και αμφισβήτησης του Προτεσταντισμού και μέσω γόνιμων αναζητήσεων και επαφών γνώρισε, αγάπησε και ασπάστηκε το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα. Μέσα σε αυτή τη διεργασία γνωρίστηκε και με τον Νέιθαν, επίσης Αμερικανό Ορθόδοξο Ιεραπόστολο, που έμελλε να γίνει ο σύζυγός της και πατέρας των δύο παιδιών της. Η μόνη και μεγάλη έγνοια της Λινέτ ήταν η Ιεραποστολή, την οποία λαχταρούσε και για την οποία δεν υπήρχε εμπόδιο να σταματήσει. Ήταν κάτι σαν κλήση. Κι όταν από την Αμερική της προτάθηκε το 1997 να πάει στην Αλβανία για να βοηθήσει την παραπαίουσα από εχθρότητες και αντιπαλότητες Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο δέχτηκε αμέσως, δεν είπε όχι, αν και δεν γνώριζε καν πού ήταν η Αλβανία στον παγκόσμιο γεωγραφικό χάρτη. Στη χώρα αυτή, μαζί με τον Νέιθαν και μέσα από απίστευτες αντιξοότητες, έργο και καθημερινότητά τους έγιναν η οργάνωση και η ανιδιοτελής βοήθεια όλων των πενόντων και αναγκεμένων Αλβανών ανεξάρτητα από τη κοινωνική θέση, το θρήσκευμα και τα αισθήματα που έτρεφαν για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αναλυτικές περιγραφές κάποιων περιστατικών από την ίδια την Λινέτ και από μαρτυρίες τρίτων δείχνουν το μέγεθος της αφοσίωσης, της αυταπάρνησης, του θάρρους και της αγάπης τους για τους φτωχούς που έκανε προς δόξα του Χριστού που πίστευε και της Εκκλησίας που υπηρετούσε. Ο πόλεμος του Κοσόβου τον Απρίλιο 1999, που έγινε αιτία να μετακινηθούν 500,000 πρόσφυγες άστεγοι, φτωχοί Μουσουλμάνοι δεν πτόησε το ζευγάρι, αντίθετα ανυπάκουσαν στις οδηγίες της Αμερικανικής πρεσβείας των Τιράνων να εγκαταλείψουν την Αλβανία και υπερέβαλαν εαυτούς για να ανακουφίσουν εκατοντάδες Κοσοβάρων. Συγχρόνως η Λινέτ ασκούσε όλα τα τάλαντά της (ήταν συγγραφέας, με θεολογική εκπαίδευση, γραφίστρια, εικαστικός, μουσικός, μοδίστρα και μαγείρισσα) προς κάθε κατεύθυνση, στην άδολη υπηρεσία δυστυχισμένων Αλβανικών κοινωνικών τάξεων και κυρίως των νέων.
Μέχρι που ήλθε ο καρκίνος. Διηθητικός λοβιακός καρκίνος του μαστού με λεμφαδενικές και οστικές μεταστάσεις και γρήγορη εξέλιξη. Οι είκοσι μήνες που έζησε μέχρι τον θάνατό της συμπυκνώθηκαν σε ένα μαρτυρικό και συνάμα φωτεινό δρόμο δοκιμασίας της πίστης της, της αποδοχής του μαρτυρίου, της προσπάθειας για αναζήτηση του νοήματος του πόνου και φυσικά του νοήματος του θανάτου. Οι προσωπικές (υπό μορφή ημερολογίου) περιγραφές της ίδιας της Λινέτ των αναβαθμών της κλίμακας της ζωντανής επικοινωνίας και συνομιλίας της με τον Θεό είναι από τις πιο συνταρακτικές μαρτυρίες. Η δοκιμασία της πίστης, η ταλάντευση ανάμεσα στην ανθρώπινη ελπίδα για ίαση και στην υπεράνθρωπη προσπάθεια για ταπείνωση και αποδοχή του πόνου ως μέσου σωτηρίας, οι αναφορές της με ευγνωμοσύνη σε ανθρώπους που την περιβάλλουν με αγάπη, οι πειρασμοί, η αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού, οι ενοχές έναντι Θεού και ανθρώπων, η κατάθλιψη, ο αγώνας να ξεχωρίσει ότι η έξωθεν δοκιμασία δεν συνιστά έσωθεν αποτυχία και τελικά η κάθαρση και το άφημα στο έλεος του Θεού είναι γραπτά σκηνικά που τεντώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη προς τα άγνωστα όριά της. Σκληρός ο αγώνας της να επιβεβαιώσει ότι η πίστη δεν είναι συναίσθημα, αλλά πράξη. Εκκρεμεί ανάμεσα στη θλίψη της αρρώστιας και της χαράς της «επίσκεψης» του Θεού. Συνειδητοποίησε ότι η νόσος της ήταν ευκαιρία για «πνευματική ίαση, μετάνοια, ταπείνωση, ενδιαφέρον για τους άλλους δυστυχείς». Στις απαιτητικές στιγμές του αυτοελέγχου ανακαλύπτει στον εαυτό της ψήγματα αλαζονείας, ματαιοδοξίας, εγωιστικών διαθέσεων, κάνει θεολογικές «ανακαλύψεις» που εντυπωσιάζουν. Ειδικά οι σελίδες στις οποίες καταγράφει τη ζοφερή εγκατάλειψη του Θεού, αυτό που οι άγιοι ονομάζουν «η σκοτεινή νύχτα της ψυχής» (που φαίνεται ότι κι ο ίδιος ο Χριστός ένιωσε πάνω στον Σταυρό «φωνή μεγάλη λέγων’ ηλί ηλί, λιμά σαβαχθανί; τουτ’ έστι, Θεέ μου Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;» Ματθ. κζ, 46) μοιάζουν με πυρωμένο σίδερο στη καρδιά του αναγνώστη. «…Μια σκιά έπεσε επάνω μου…, κάθε μέρα μεγάλωνε και σκοτείνιαζε όλη η ψυχή μου. Άρχισα να τη φοβάμαι, ένιωθα να με αιχμαλωτίζει! Μια υπαρξιακή αγωνία –κάτι ξένο προς εμένα- με έσφιγγε’ ποτέ πριν δεν είχα παλέψει με την ιδέα της ύπαρξης του Θεού. Ο Θεός ήταν ανέκαθεν πραγματικότητα για μένα, και το να αντιμετωπίσω τώρα το ερώτημα της ύπαρξής Του μου φαινόταν ήδη σαν ένα είδος αποτυχίας, ένα σημάδι ότι εδώ, στο τέλος,, θα μπορούσα να χάσω την πίστη…». Η Λινέτ προσπαθεί να δώσει νόημα και ερμηνεία στην ευχή: «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά τα τέλη της ζωής ημών», θέλει να έχει δάκρυα λύπης, δάκρυα απώλειας, αλλά όχι δάκρυα απόγνωσης, επιχειρηματολογεί –δοκιμάζοντας την ανθρώπινη λογική- γιατί μέσα στην Ορθόδοξη πίστη και παράδοση ο θάνατος είναι πολύτιμος. Η καταιγίδα διαφόρων αισθημάτων στη καρδιά της Λινέτ συγκινούν. Η έγνοια των παιδιών και του συζύγου, η έγνοια της μητέρας της που κι αυτή αργοπεθαίνει στην Αμερική από ηπατοκυτταρικό καρκίνο, η έγνοια της για το που θα ταφεί, οι ομιλίες της προς τα παιδιά της και τις μαθήτριές της δείχνουν τη λεπτότητα και γενναιότητα της ψυχής της.
Η Λινέτ, μετά όλη την εσωτερική και σωματική ταλαιπωρία, μέσα από τη προσευχή, τη ταπείνωση και την αγάπη των ανθρώπων βρήκε τη ψυχική ίαση που ποθούσε, μετέτρεψε τη σκιά σε ευλογία και αυτό την οδήγησε πιο κοντά στον Θεό που λάτρεψε. Έφτασε στη «μεθόριο»’ έλεγε ανακουφισμένη «…κι αν ακόμη γινόμουν καλά, θα ήθελα να ζήσω όλη μου τη ζωή σ’ αυτή τη μεθόριο…». Ήλθε η κάθαρση και η ποθητή γαλήνη. Οι τελευταίες στιγμές της Λινέτ ήταν «…ιερές στιγμές που η αιωνιότητα αγγίζει το παρόν…». Οι έσχατες λέξεις της Λινέτ, λίγες ώρες πριν τη τελευταία της αναπνοή, ήταν: «…τι όμορφο πράγμα…». Ο θάνατός της έγινε αφορμή θρήνου, αλλά και δοξολογίας, έτσι ώστε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος να ομολογήσει στο Πρόλογο του βιβλίου: «…Θα μπορούσα να ονομάσω τη Λινέτ μια σύγχρονη “μυστική μάρτυρα”..».
Σε μια εξομολόγησή της η Λινέτ σε κάποια στροφή του μαρτυρικού της δρόμου γράφει: «…και η μεγαλύτερη πίστη δεν θα μπορούσε να γίνει παρηγοριά ώστε να μετατρέψει τη πορεία στο θάνατο σε ευτυχές γεγονός…». Ίσως, γιατί –κατά τον λόγο κάποιου σύγχρονου κληρικού- «η ζωή δεν είναι πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά μυστήριο που πρέπει να βιωθεί». Ποιος ξέρει;