
Το ετήσιο συνέδριο ESMO Breast 2025 που πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της διεθνούς ογκολογικής κοινότητας, παρουσιάζοντας καινοτόμες εξελίξεις στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού. Η έμφαση φέτος δόθηκε σε νέες τεχνολογίες όπως τα ADCs (αντισώματα συνδεδεμένα με φάρμακα), τα διπλής στόχευσης μόρια, την υγρή βιοψία μέσω ctDNA (κυκλοφορούντος ογκογονικού DNA) και τις νέες στρατηγικές ανοσοθεραπείας και παρακολούθησης ανταπόκρισης θεραπείας. Παρακάτω παρατίθενται τα κυριότερα σημεία από τις πιο σημαντικές μελέτες που συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου.
Μεταστατικός HR+/HER2- Καρκίνος Μαστού: Ορμονοθεραπεία μετά την Αντίσταση σε CDK4/6 Αναστολείς
Στο ESMO Breast έγινε αρκετή συζήτηση για την αντίσταση στη θεραπεία με αναστολείς της CDK4/6, τόσο στις εκπαιδευτικές συνεδρίες όσο και στις ελεύθερες παρουσιάσεις . Η μελέτη EMBER-3 παρουσίασε μια υποανάλυση για ασθενείς με ER+/HER2- καρκίνο που εμφάνισαν πρόοδο μετά από CDK4/6 αναστολείς. Ήδη από ανακοίνωση του SABCS 2024 γνωρίζαμε ότι το Imlunestrant (Imlu), ένας νέας γενιάς SERD (εκλεκτικός καταστροφέας του υποδοχέα οιστρογόνων), βελτιώνει το ελεύθερο προόδου νόσου διάστημα (PFS) σε σχέση με τη φουλβεστράντη ή την εξεμεστάνη, με επιπλέον όφελος όταν συνδυάζεται με Abemaciclib (Abema). Σε 279 ασθενείς, ο συνδυασμός Imlu + Abema ανέδειξε mPFS 9.1 μήνες έναντι 3.7 μηνών με Imlu μόνο. Η EMBER-3 είναι μια ακόμη μελέτη (μετά την Post-Monarch και την MAINTAIN) που υποδεικνύει το όφελος της συνέχισης των CDK4/6i σε δεύτερη γραμμή, με αλλαγή της ορμονοθεραπείας.
HER2-low και HER2-ultralow: Στόχευση με T-DXd
Τα αποτελέσματα της DESTINY-Breast-06 δείχνουν αυξημένη αποτελεσματικότητα του trastuzumab deruxtecan (T-DXd) έναντι χημειοθεραπείας σε ασθενείς με ER+/HER2-low και HER2-ultralow μεταστατικό καρκίνο μαστού, αμέσως μετά την λήψη ορμονοθεραπείας. Στο ESMO breast φέτος ανακοινώθηκαν ξεχωριστά τα δεδομένα του T-DXd έναντι της πακλιταξέλης, nab-πακλιταξέλης και καπεσιταβίνης. Το T-DXd υπερείχε σταθερά, με mPFS T-DXd έναντι καπεσιταβίνης (13.3μήνες και 8.5μήνες αντίστοιχα) και mPFS T-DXd έναντι ταξανών (13.1μήνες και 7.2 μήνες αντίστοιχα).
Νεότερα ADCs και Διπλής Στόχευσης Αντισώματα
Ένας ενδιαφέρον στόχος θεραπείας είναι το B7-H4, μια γλυκοπρωτεΐνη που συχνά υπερεκφράζεται στον καρκίνο του μαστού και αποτελεί αρνητικό ρυθμιστή της ανοσιακής απάντησης. Το emiltatug ledadotin (Emi-Le) και το puxitatug samrotecan (P-Sam, AZD8205) παρουσιάστηκαν ως ADCs που στοχεύουν τη B7-H4. Το 23% πολυθεραπευμένων ασθενών με TNBC παρουσίασαν αντικειμενική ανταπόκριση στο Emi-Le και ανεκτό προφίλ ασφάλειας, ενώ το 40% των ασθενών με ορμονοευαίσθητο και HER2-αρνητικό καρκίνο είχε ανταπόκριση στο χαμηλότερο δοσολογικό σχήμα του P-Sam.
Το izalontamab brengitecan είναι το πρώτο στην κατηγορία του ADC, που αποτελείται από ένα διπλής στόχευσης αντίσωμα EGFR x HER3 συνδεδεμένο με νέο αναστολέα τοποϊσομεράσης Ι (Ed-04), μέσω ενός σταθερού, αποσπώμενου συνδέσμου βασισμένου σε τετραπεπτίδιο. Αποτελέσματα από την φάσης Ι μελέτη σε πολυθεραπευμένους ασθενείς με HER2 low (IHC 0, 1+, or 2+/ISH-) μεταστατικό ή τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού έδειξαν αντικειμενική ανταπόκριση που έφτανε το 42.1% με μέση διάρκεια ανταπόκρισης 9.7 μήνες. Ενθαρρυντικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και σε ασθενείς με μηδενική έκφραση HER2, ενώ το προφίλ ασφάλειας ήταν διαχειρίσιμο.
Το zanidatamab, ένα διπλής στόχευσης αντίσωμα κατά HER2, έδειξε αποτελεσματικότητα τόσο σε HER2+ όσο και HER2-low ασθενείς σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, με ORR έως 75% και κλινικά ανεκτή τοξικότητα.
Πρώιμος Καρκίνος Μαστού: Προς μια Εξατομικευμένη τροποποίηση της νεοεπικουρικής θεραπείας
Η ADAPTcycle μελέτη ανέδειξε συγκρίσιμα ποσοστά πλήρους παθολογοανατομικής ανταπόκρισης (pCR) μεταξύ νεο-επικουρικής θεραπείας με ribociclib + AI και κλασικής χημειοθεραπείας, σε ασθενείς με HR+/HER2- καρκίνο με ενδιάμεσο ή υψηλό κίνδυνο υποτροπής. Τα δεδομένα ενισχύουν την υπόθεση ότι το όφελος της χημειοθεραπείας σε αυτόν τον πληθυσμό είναι αβέβαιο και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την ανάδειξη της βέλτιστης νεοεπικουρικής θεραπείας γι’ αυτή την υποκατηγορία των ασθενών. Βέβαια, τα χαμηλά ποσοστά pCR στον ορμονοευαίσθητο καρκίνο, όπως και η αμφίβολη συσχέτιση της pCR με την πρόγνωση, αποτελούν προβλήματα στην νεοεπικουρική θεραπεία, που ακόμα ψάχνει τα βήματά της σε αυτό τον υπότυπο.
Στη μελέτη BELLINI, ασθενείς με πρώιμο τριπλά αρνητικό καρκίνο μαστού (eTNBC) και υψηλή διήθηση από λεμφοκύτταρα (TILs ≥50%), έλαβαν nivolumab + ipilimumab ή nivolumab + relatlimab. Η πλήρης παθολογοανατομική ανταπόκριση (pCR) επιτεύχθηκε στο 33% των ασθενών. Για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν επιπλέον δεδομένα για την πρόβλεψη ανταπόκρισης με την μαγνητική μαστών και το FDG-PET/CT. Η μεταβολική πλήρης ανταπόκριση (mCR) στο PET συσχετίστηκε καλύτερα με την pCR από ότι η απεικονιστική ανταπόκριση (rCR) στην μαγνητική. Αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να επιτρέψει την αποφυγή χημειοθεραπείας σε επιλεγμένους ασθενείς. Επιπλέον, ίσως το PET/CT μπορεί να προβλέψει καλύτερα την παθολογοανατομική ανταπόκριση από την μαγνητική μαστών.
Η μελέτη SOLTI-PROMETEO αξιολόγησε την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ενδο-ογκικής χορήγησης του ογκολυτικού ιού T-VEC σε συνδυασμό με ανοσοθεραπεία με ατεζολιζουμάμπη σε ασθενείς με υπολειπόμενη νόσο μετά από νεοεπικουρική χημειοθεραπεία, με HR+/HER2- και Ki67 ≥ 20% ή τριπλά αρνητικό καρκίνο μαστού. Οι ασθενείς έλαβαν έγχυση T-VEC στον όγκο, ακολουθούμενη από 4 δόσεις δύο φορές την εβδομάδα T-VEC και ενδοφλέβιας ατεζολιζουμάμπης. Το 26.9% των ασθενών παρουσίασε pCR, που συνοδεύτηκε από εξαιρετικά αποτελέσματα επιβίωσης. H θεραπεία θεωρήθηκε καλά ανεκτή.
Μακροχρόνια Δεδομένα της μελέτης APHINITY
Η τελική ανάλυση της APHINITY (10 έτη παρακολούθησης) επιβεβαιώνει το πλεονέκτημα προσθήκης pertuzumab σε trastuzumab + χημειοθεραπεία σε HER2+ πρώιμο καρκίνο μαστού μόνο σε ασθενείς με θετικούς λεμφαδένες (10-ετής συνολική επιβίωση: 89.6% vs 86.9%).
ctDNA ως προγνωστικός βιοδείκτης
Σε αναδρομική ανάλυση από τη μελέτη I-SPY 2, η ανίχνευση ctDNA πριν τη νεοεπικουρική θεραπεία συσχετίστηκε με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο υποτροπής, ανεξαρτήτως υποτύπου. Η παρουσία ctDNA θα μπορούσε να αποτελέσει ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη και ενδεχομένως να ενσωματωθεί σε μελλοντικούς αλγόριθμους παρακολούθησης ή επιλογής θεραπείας.
Το λοβιακό καρκίνωμα σαν ξεχωριστή οντότητα
Μια αρνητική μελέτη, η ROSALINE, έδειξε έναν καινούριο δρόμο που ανοίγει. Η μελέτη χρησιμοποίησε entrectinib (έναν αναστολέα τυροσινικών κινασών με πολλαπλούς στόχους, όπως NTRK, ROS1 & ALK) σε συνδυασμό με ορμονοθεραπεία ως νεοεπικουρική θεραπεία στο λοβιακό καρκίνωμα του μαστού. Το γεγονός ότι πια αφιερώνουμε συνεδρίες στη συζήτηση και πραγματοποιούμε κλινικές μελέτες αποκλειστικά για το λοβιακό καρκίνωμα, από μόνο του είναι μια παραδοχή ότι αποτελεί ξεχωριστή κλινική και βιολογική οντότητα…
Συμπερασματικά, το ESMO Breast 2025 πρόσφερε ανακοινώσεις και δεδομένα για ένα νέο όραμα: Θεραπεία στοχευμένη, εξατομικευμένη και λιγότερο τοξική. Οι εξελίξεις με ADCs, η σταδιακή απεξάρτηση από τη χημειοθεραπεία και η δυναμική είσοδος των βιοδεικτών όπως το ctDNA επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο που προσεγγίζουμε τον καρκίνο του μαστού. Ένα συνέδριο που αφήνει αισιοδοξία με δεδομένα από νέα φάρμακα αλλά και πολλά ερωτήματα για τις κλινικές πρακτικές του αύριο.


Konstantinos Papazisis- 3η Ογκολογική Κλινική, Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη