Log In
05/06/2018

Παρουσίαση Βιβλίου: Πριν το τέλος

hitsens

 

Ο Christopher Hitchens έγραψε το «Πριν το τέλος» (αγγλικός τίτλος “Mortality”) υπό μορφή επιφυλλίδων στο Περιοδικό Vanity Fair, στο οποίο δούλευε σαν δημοσιογράφος από ετών. Η επεισοδιακή διάγνωση του καρκίνου οισοφάγου, η περιπέτειές του με τις τοξικότητες κατά τη διάρκεια των θεραπειών, αλλά κυρίως η διαρκής εναλλαγή σκέψεων, αναλύσεων επί προσωπικών, κοινωνικών, πολιτικών, φιλοσοφικών θεμάτων γεμίζουν τις πυκνές σελίδες του βιβλίου.

Για να αντιληφθεί κανείς τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής (και σκέψης) πρέπει να γνωρίσει τη προσωπικότητα του συγγραφέα. Ο Hitchens ήταν Αγγλικής καταγωγής Αμερικανός διάσημος συγγραφέας, αρθρογράφος και δημοσιογράφος, που εργάστηκε σε μεγάλα Αμερικανικά περιοδικά. Είχε τη φήμη του ασυμβίβαστου, ήταν προκλητικός, εριστικός, με αριστερές ιδεολογικές καταβολές, δηλωμένος άθεος με έντονη αντιπαράθεση με θρησκευτικά τάγματα και θρησκείες, ήταν δηκτικός, με ροπές στο ποτό, το τσιγάρο και τη μποέμικη ζωή. Δεν φοβόταν να αντιπαρατεθεί σε πολιτικούς και ισχυρούς της εποχής του. Το 2010 διαγνώστηκε με μεταστατικό, ανεγχείρητο καρκίνο οισοφάγου, εξ αιτίας του οποίου γράφτηκε το σκληρό αυτό βιβλίο.

Κύριο μέλημα του Hitchens είναι να μην επιτρέψει σε κανένα αναγνώστη του να τον οικτίρει. Ξέρει ότι ο καρκινοπαθής νιώθει αδιάκοπα τον πειρασμό να γίνεται εγωκεντρικός, ακόμα και αυτοαναφορικός. Έτσι, προσπαθεί σε όλο το βιβλίο να μην υποπέσει στη παγίδα του οίκτου, της λύπησης και του παράπονου. Γίνεται σκληρός με τον εαυτό του κρύβοντας επιμελώς την αξιοπρέπειά του. Ο τρόπος που αποδέχεται την είδηση της διάγνωσης του καρκίνου διακρίνεται από ρεαλισμό, ψυχραιμία, χιούμορ και σάτιρα. Χρησιμοποιεί συχνά το εργαλείο της ειρωνείας. Γίνεται σαρκαστικός όταν περιγράφει τις τοξικότητες της χημειοθεραπείας, την οποία και αποκαλεί «χημειο-δηλητήριο». Προκαλεί θαυμασμό το γεγονός ότι προσπαθεί να ξεφύγει τη τραγικότητα της προσωπικής του περιπέτειας, παραδεχόμενος με εντιμότητα ότι ο καρκίνος του είναι εξαιρετικά σύνηθες φαινόμενο: «…δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να συνοφρυώνεται συγκλονισμένος, ούτε να τον ακούω να κλαψουρίζει για την αδικία που του έκανε η ζωή: μόνος μου προκάλεσα τον Θεριστή να υψώσει το δρεπάνι του προς το μέρος μου και τώρα έχω υποκύψει σε κάτι τόσο προβλέψιμο και τετριμμένο που κάνει ακόμα και μένα να πλήττω…», γράφει με ταπεινότητα.

Ο Hitchens, σαν πολιτικό ον, εντάσσει τον καρκινοπαθή εαυτό του μέσα στη κοινωνία που ζει και, αντί να κλειστεί στον εαυτό του και να αναλυθεί σε φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα, προτιμάει να κάνει θεωρήσεις και αναθεωρήσεις σε κοινωνικο-πολιτικά θέματα. Έτσι, αντί να του δημιουργήσει οργή ο επικείμενος θάνατός του, οργίζεται με το γεγονός ότι «…δεν θα προλάβει να διαβάσει –αν όχι και να γράψει- τις νεκρολογίες υπερήλικων καθαρμάτων όπως ο Χένρι Κίσιγκερ και ο Τζόζεφ Ράτζιγκερ (ΣΣ: ο Πάπας Ρώμης Βενέδικτος ΙΣΤ΄)…» τους οποίους είχε πολεμήσει έντονα κατά το παρελθόν με την δηκτική πένα του. Του προκαλεί οργή και θλίψη η κακία με την οποία του συμπεριφέρονται πολλοί αντίπαλοί του. Παγιώνεται ακόμα πιο έντονα στην αθεΐα του και τα βάζει με τη μερίδα των πιστών που βρίσκουν ευκαιρία να χαρακτηρίσουν την αρρώστιά του σαν τιμωρία του Θεού προς έναν άπιστο. Αναλύοντας τα αρνητικά κοινωνικά και ιστορικά δρώμενα και φαινόμενα των ανά τον κόσμο θρησκειών ενισχύει τη θέση του στην όχθη των αθεϊστών. Ενίοτε γίνεται υπερβολικός σε αυτό το θέμα: «…αν προσηλυτιζόμουν, θα ήταν επειδή είναι προτιμότερο να πεθαίνει ένας πιστός απ’ ότι ένας άθεος…». Η αρρώστιά του τον κάνει να εναντιώνεται σε ανθρώπους που παραπληροφορούν, δίνουν ανόητες συμβουλές για παραϊατρικές και εναλλακτικές θεραπείες. Γίνεται καυστικός με τις προλήψεις. Σε πολλά σημεία του βιβλίου είναι εμφανέστατη η σύνδεση της κακοπάθειας του καρκίνου με τη κακοπάθεια του πολέμου: «…Δεν παλεύω, δεν πολεμάω τον καρκίνο –εκείνος με πολεμάει…». Η ασφυξία του θανάτου από τον καρκίνο του φέρνει συνειρμικά μνήμες από τον «εικονικό πνιγμό», ανακριτική μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί στους κρατούμενους στρατιώτες στον πόλεμο του Ιράκ. Ο ίδιος ζήτησε από Βετεράνους του πολέμου του Ιράκ και είχε  τη μαρτυρική αυτή εμπειρία για να πιστοποιήσει ότι δεν ήταν απλά μια «εξαντλητική ανάκριση» όπως πολλοί δημοσιογράφοι ισχυριζόταν, αλλά «καθαρό βασανιστήριο». Σε πολλά σημεία γράφει για «πόλεμο ενάντια στον καρκίνο» και για «πόλεμο ενάντια στον θάνατο». Και σε κάποιο σημείο συνειδητοποιεί ότι «…το σώμα μεταβάλλεται και από αξιόπιστος φίλος γίνεται ουδέτερος ή ακόμη και προδοτικός εχθρός…».

Και τελικά τι κρατάει ζωντανό τον Christopher Hitchens στον αγώνα του; Το αναφέρει καθαρά ο ίδιος: «…Η κορυφαία παρηγοριά μου αυτόν τον χρόνο που έζησα αργοπεθαίνοντας ήταν η παρουσία των φίλων. Δεν μπορώ πια να απολαύσω το φαγητό ή το ποτό, κι έτσι όταν προσφέρονται να έρθουν είναι μονάχα προς χάριν της ευλογημένης ευκαιρίας για κουβέντα…» και πιο κάτω: «…Και τι ελπίζω; Αν όχι θεραπεία, τουλάχιστον μια ύφεση. Και τι θέλω πίσω; Την πανέμορφη συνύπαρξη δύο λέξεων, από τις πιο απλές της γλώσσας μας: ελευθερία λόγου». Η σύζυγος και οι φίλοι του ήταν μόνο ικανοί να τον αποτρέψουν να προδώσει τον εαυτό του και να τα παρατήσει και να παραμείνει σταθερός στη πίστη του για δουλειά: «Η συγγραφή είναι η ίδια μου η ζωή». Ο Hitchens αρνείται πεισματικά να φιλοσοφήσει τον θάνατο. Εξακολουθεί να θέλει να ζει και να σκέφτεται για τη ζωή μέχρι το τέλος του: «…Ένα από τα πολλά που σου κάνει μια βαριά αρρώστια είναι ότι σε αναγκάζει να επανεξετάσεις δεδομένες αρχές και φαινομενικά αξιόπιστα αποφθέγματα» γράφει. Η αναφορά του στον Νίτσε είναι από τα πιο δυνατά του βιβλίου. Η ανάλυση της φράσης του Νίτσε «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» είναι συγκλονιστική όταν ανατρέπεται από το γεγονός να βιώνει και να παραδέχεται στο τέλος ότι ο καρκίνος όσο δεν τον σκοτώνει τον κάνει συνεχώς πιο αδύνατο.

Ο Hitchens έδειξε γενναιότητα και πίστη σε αυτά που υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή. Και κυρίως πίστη στην ίδια τη ζωή. «Ιλιγγιώδες αίσθημα ότι έχω εξακοντιστεί μπροστά στο χρόνο’ λες κι ένας καταπέλτης μ’ εκσφενδονίζει στη γραμμή του τέρματος. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι με τον όγκο μου, γιατί κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με το να μη σκέφτομαι διόλου».

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML