Log In
12/01/2021

Πάνω στα ποτάμια που κυλούν

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πάνω στα ποτάμια που κυλούν

του Antonio Lobo Antunes

Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα

Εκδόσεις «Πόλις», 2019, σελίδες 280

Το βιβλίο «Πάνω στα ποτάμια που κυλούν» δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Είναι ένα ιδιότυπο ημερολόγιο του διαστήματος από 21 Μαρτίου έως 3 Απριλίου 2007, των ημερών δηλαδή που ο πρωταγωνιστής νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο της Λισαβόνας εξ αιτίας ενός «αχινού» στα σπλάγχνα του, όπως ονομάζει ο αφηγητής τον καρκίνο του, γεγονός που ανέτρεψε τη ζωή του. Ο ψυχίατρος Αντόνιο Λόμπο Αντούνες είναι από τους μεγαλύτερους Πορτογάλους συγγραφείς (υποψήφιος για βραβείο Nobel). Καταγράφει την οδυνηρή εμπειρία της διάγνωσης μιας νεοπλασματικής νόσου και της δύσκολης περιόδου της νοσηλείας του ήρωά του.

«Από το παράθυρο του νοσοκομείου στη Λισαβόνα αυτά που έβλεπε δεν ήταν άνθρωποι που έμπαιναν ούτε αυτοκίνητα ανάμεσα στα δέντρα ούτε ασθενοφόρο, ήταν το τρένο πέρα από τα πεύκα, σπίτια κι άλλα πεύκα και το βουνό στο βάθος με την ομίχλη να το απομακρύνει απ’ αυτόν, ήταν το πουλί του φόβου του χωρίς κλαδί για ν’ ακουμπήσει τρέμοντας τα χείλη των φτερών του, ο αχινός μιας καστανιάς άλλοτε στην είσοδο του κήπου και σήμερα μέσα του που ο γιατρός ονόμασε καρκίνο και μεγάλωνε σιωπηλά, μόλις ο ιατρός τον ονόμασε καρκίνο οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να χτυπούν και η πομπή προχώρησε προς την κατεύθυνση του νεκροταφείου με το φέρετρο ανοιχτό κι ένα παιδί μέσα». Έτσι αρχίζει η αφήγηση προδιαθέτοντας τον αναγνώστη στο φόβο της αρρώστιας, στην επίσκεψη της απειλής του θανάτου και στην απόδραση μέσα από τις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου-ημερολογίου αρχίζουν να κυλούν τα ποτάμια της ζωής. Τα νερά περνούν από παιδικές μνήμες του πάσχοντος καρκινοπαθούς αφηγητή, από ανάμνηση ανθρώπων που σημάδεψαν την ζωή του, από στιγμές που έμειναν ανεξίτηλες, από εικόνες της πατρώας γης στην κωμόπολη και τη φύση της, στα δάση, στις λίμνες, στα τραίνα, στα κυνήγια, στις μουσικές. «Δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο τον Μάρτιο, με τη βροχή, βρισκόταν στην κωμόπολη τον Αύγουστο».

Το ύφος της γραφής είναι ιδιαίτερο, ελκυστικό, λυρικό, χωρίς τελείες και χωρίς πολλά σημεία στίξης, ρέει με ανορθόδοξη σύνταξη, μέσα από ένα χείμαρρο λόγου ποιητικού, αφαιρετικού, ενίοτε υπερρεαλιστικού. Οι λέξεις αναδύουν από τη μια γλυκές, νοσταλγικές μνήμες της παιδικής ηλικίας στην κωμόπολη και αφ’ ετέρου τις πικρές απώλειες και την απειλή του θανάτου. Όλα συγχέονται επιτηδευμένα. Μέσα στο καλειδοσκόπιο της μνήμης τα πρόσωπα και οι αισθήσεις του παρόντος μπερδεύονται με αυτά του παρελθόντος: ο χειρουργός ταυτίζεται με τον κηπουρό του σπιτιού, η νοσοκόμα ταυτίζεται με τη ντόνα Ιρένε που έπαιζε άρπα, η αναισθησιολόγος είναι και η μητέρα, οι συνασθενείς ταυτίζονται με τους συγχωριανούς του, οι οσμές του νοσοκομείου είναι οι ίδιες οι μυρωδιές της σπιτικής μαρμελάδας. Ο μόνος τρόπος να ελευθερωθεί από τη φυλακή και τα δεσμά της αρρώστιας είναι το όνειρο, η νοσταλγία των καλών και πικρών στιγμών της ζωής του. «…Δεν τον ενδιέφερε ο πόνος, τον ενδιέφερε το χαμόγελο των δεκάξι του χρόνων». Τώρα όλα στέκουν ζωντανά μπροστά του, τα παρελθόντα γίνονται παρόντα, ο θάνατος αλλοιώνεται («…πόσο τρομερός και κωμικός είναι ο θάνατος»), οι νεκροί ανασταίνονται και μιλούν μαζί του («…όποιος επιμένει ότι οι νεκροί δεν ζουν δεν γνωρίζει τον κόσμο»), η θλίψη μεταμορφώνεται σε χαρά («…ένα ρίγος ολοένα και πιο έντονο που μεταμορφώνεται σ’ ένα σιντριβάνι από σταγόνες που πέφτουν πάνω του κι εκείνος ζωντανός κάτω από τις σταγόνες, εύθυμος, μπορεί να έχεις καρκίνο και να ‘σαι εύθυμος, πώς γίνεται, ο θάνατος δεν τον εύρισκε στο εσωτερικό της μουσικής».

Όμως η σκέψη του πικρού θανάτου σαν σκουλήκι ξέρει να διεισδύει στο φως και να δηλητηριάσει τη στιγμή. Και γίνεται αφορμή αναφοράς και αδυσώπητων ερωτημάτων για τη μεταφυσική («…ποιο το νόημα του κόσμου;»), για τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου και του εαυτού «…νόμιζε ότι οι άνθρωποι ζούσαν δίπλα του όπως κι αυτός ζούσε δίπλα τους και ανακάλυπτε σιγά σιγά την ακατανόητη ουσία από την οποία ήταν φτιαγμένοι και από την οποία ήταν επίσης φτιαγμένος»), για το νόημα του θανάτου («…προσπαθούσε να συλλάβει τον θάνατό του και δεν ήταν ικανός να τον φανταστεί ούτε το τι θα αισθανόταν»), για το νόημα του πόνου («…ο πόνος που ερχόταν κι έφευγε αφήνοντας πίσω του φεύγοντας άλλους πόνους που τους θεωρούσε ξεχασμένους»), για το νόημα της απόγνωσης («…ένα νύχι στην καρδιά του όλο τρόμο και δάκρυα, δύσκολη η ισορροπία στα κρυφά, ούτε ένα ουρλιαχτό πάρα τα τόσα ουρλιαχτά μέσα του, κάθε κίνηση που δεν έκανε ούρλιαζε, κάθε κίνηση του κεφαλιού του ούρλιαζε, κάθε κομμάτι επιδερμίδας που άγγιζε το σεντόνι ούρλιαζε»), για το νόημα του αγνώστου («…η εντύπωση ότι βρισκόταν στο κέντρο ενός πράγματος που δεν ήξερε τι ήταν και από το οποίο εξαρτιόταν η ζωή του, δεν είχε σχέση με την αρρώστια και ήταν τόσο σβησμένο απ’ τα χρόνια που δεν κατάφερνε να το βρει, το κλειδί ικανό να γυρίσει στην πόρτα που οδηγούσε στον εαυτό του και στην ηρεμία της γαλήνης»), για το νόημα της αγάπης («…υπήρχαν μυστικά πίσω από τις παλάμες που δεν κατάφερνε ν’ ακούσει»), για το νόημα της αμαρτίας («…τι φασαρία είναι αυτή στους ευκαλύπτους τόσο βαριά και τόσο ελαφριά, είναι οι άγγελοι οι σταλμένοι από τον Θεό για να ελέγξουν τα λάθη μας…, εξομολογούμαι το αμάρτημα της φιληδονίας κύριε βικάριε και ο κύριος βικάριος χωρίς να με ακούει βιαστικός μια ευλογία»), για το νόημα του χρόνου («…όμως δεν κοιμόταν, παρακολουθούσε τον χρόνο αν και ο χρόνος ακίνητος και τα όργανά του ακίνητα»), για το νόημα του έρωτα («…τα μαλλιά της Μαρία Λουσίντα να ανακατεύονται με τα δικά του κι αυτός να γλιστράει πάνω στα ποτάμια κύμα κι αυτός ανάμεσα στα κύματα»).

Ο Αντούνες φτάνει στα όρια. «…Ποιος επιμένει να κατοικεί μέσα μας στο κέντρο αυτού που δεν ξέρουμε τι είναι και από το οποίο εξαρτάται η ζωή μας, τι έλλειψη απαντήσεων στις ερωτήσεις που κάνουμε χωρίς να λέμε τίποτα». Το μόνο που ανακουφίζει τον δυσκολεμένο αφηγητή είναι το ποτάμι της μνήμης, το ταξίδεμα του νου στο παρελθόν ακόμα κι αν αυτό κρύβει πολλές πληγές. Σε όλο το κείμενο εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα εικόνες και συναισθήματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, διανθισμένο με ποιητικές εκφράσεις που αποκαλύπτουν βαθύτερες διαθέσεις, αποκαλύψεις υπαρξιακής αγωνίας, αναζητήσεις πανανθρώπινων ερωτημάτων. Κάποια σημεία του κειμένου φαίνονται απόκρυφα («…πρέπει να υπάρχει η άλλη πλευρά και στην άλλη πλευρά η θάλασσα του πρωινού, κουρούνες, φράξοι, δεν υπάρχουν κουρούνες ούτε φράξοι στη θάλασσα, στην άλλη πλευρά κύματα κι ένα κρεβατάκι στην άμμο…»). Παντού υπάρχει η ποίηση, το κείμενο είναι πεζή ποίηση, η ροή ακατάπαυστη,  με διαρκή κίνηση στον τόπο και συνεχή κατάργηση του χρόνου, με ατελείωτη αναφορά σε ανθρώπους οικείους και μη, με ακατάπαυστη περιγραφή σκηνών και σκηνικών, όλα ποτισμένα με τη τρυφερότητα της χαμένης παιδικότητας και συγχρόνως με εναγώνια σκληρά ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο. «Προσπαθούσε να δώσει όνομα στις μορφές και δεν έβρισκε ονόματα, ήταν και δεν ήταν ξύπνιος όπως όταν νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε το νόημα του κόσμου και τη στιγμή που το καταλαβαίνουμε εξανεμίζεται».

Το βιβλίο θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: «Πάνω στα ποτάμια της σωτήριας μνήμης». Μπρος στην παραλυτική παρουσία της αρρώστιας τα ιαματικά ύδατα των ποταμών της μνήμης έχουν τη δύναμη να καταργήσουν τον χρόνο, να παλέψουν τον θάνατο, να παρηγορήσουν εσωτερικές αγωνίες, να μετουσιώσουν την οδύνη σε υπέρλογη εμπειρία. «…Αυτός τόσο κοντά σ’ εκείνο που δεν ήξερε τι ήταν και ευτυχισμένος που ήταν κοντά, η πόρτα που οδηγούσε στον εαυτό του δίπλα του, μπορούσε να την αγγίξει με το χέρι, την έσπρωξε και ξαναβρήκε τον εαυτό του παιδί να παίζει με τα κουμπιά και τις κουβαρίστρες, κάθε κουμπί ένα ζωντανό πλάσμα, κάθε κουβαρίστρα μια ψυχή».

Είναι η μνήμη τελικά που διασώζει;

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML