Log In
17/04/2019

Παρουσίαση Βιβλίου: Χωρίς προστάτη

Του Δημήτρη Γκιώνη

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, 121 σελ.

Ξεφυλλίζοντας το αφήγημα του Δημήτρη Γκιώνη «Χωρίς προστάτη» διακατέχεται κανείς από την απορία: πού το πάει ο συγγραφέας; Κι αυτό, γιατί η πρώτη ανάγνωση δείχνει μια πολύ απλοϊκή αφήγηση. Ένας οδοντίατρος διαγιγνώσκεται με καρκίνο προστάτη. Εισάγεται σε μια ιδιωτική Κλινική όπου χειρουργείται και παραμένει λίγες μέρες για νοσηλεία. Στο διάστημα αυτό γνωρίζεται με συννοσηλευόμενους ασθενείς και συγγενείς των και δέχεται επισκέψεις από πολλούς συγγενείς και φίλους που ενδιαφέρονται για την υγεία του, παρά το γεγονός ότι επιθυμεί να μείνει μόνος και βαριέται τους πάντες.

Όλο σχεδόν το αφήγημα είναι σύνθεση απλών διαλόγων γενικού ενδιαφέροντος. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς με μικρή προσπάθεια να αντλήσει αδιόρατα σκηνικά που αποκαλύπτουν τη ψυχολογία του 65άρη οδοντίατρου που βρίσκεται ξαφνικά σε μια Κλινική με την απειλή ενός καρκίνου. Η ανέκφραστη αγωνία του για την αρρώστιά του, για το τέλος της σεξουαλικότητας, για τη πιθανότητα μεταστάσεων, ακόμα και για τη ζωή του αναδύεται μέσα από τις περί ανέμων και υδάτων συζητήσεις. Εσωτερικός διάλογος δεν υπάρχει. Η σκέψη του για τον καρκίνο γλιστράει μέσα από την αναφορά ανθρώπων που δοκίμασαν αυτή την εμπειρία. Ο πατέρας με καρκίνο στομάχου, ο αδελφός με καρκίνο ήπατος, αλλά και πολλοί παλιοί φίλοι και γνωστοί περνάνε από τη μνήμη του, σχεδόν με μονομανία, θυμίζοντάς του ότι ο καρκίνος είναι εν τέλει πολύ συνήθης. Η συνύπαρξή του στο δωμάτιο με ένα νεαρό αγόρι που νοσηλεύεται εξ αιτίας ενός ο τυχαίου τροχαίου ατυχήματος ενισχύει την άποψη ότι και ο καρκίνος είναι κάτι τυχαίο. Ζητάει να του φέρουν βιβλία που δεν διακρίνονται για το αισιόδοξο ύφος τους. Αίφνης, αναπολεί πόσοι αγαπημένοι του συγγραφείς πέθαναν νέοι (Κάφκα, Γκόγκολ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Φλομπέρ, Παπαδιαμάντης, Σολωμός, κλπ). Οι (υποσυνείδητες) σκέψεις περί αυτοκτονίας ή περί φόβου θανάτου έρχονται μέσω ανθρώπων που αυτοκτόνησαν, όπως ο Κέσλερ ή μέσω αναμνήσεων επικίνδυνων, τρομακτικών αεροπορικών ταξιδιών, όπου ένοιωσε μεγάλο φόβο ή μέσα από εικόνες συνάντησής του με «κοράκια» – υπαλλήλους γραφείων κηδειών. Απίθανες λεπτομέρειες, για τις οποίες μέχρι τώρα δεν έδινε σημασία, επανέρχονται στο προσκήνιο με άλλη πλέον βαρύτητα. Σε όλες τις συζητήσεις υπάρχει η υποδόρια αίσθηση και αναφορά στη φθορά: «…Είναι άδικη η φύση» γράφει κάπου, «Ο άνθρωπος έπρεπε να φτάνει 30-35, το πολύ 40 χρόνων, η ιδεώδης ηλικία, και μετά να μένει εκεί. Να υπάρχει η φθορά, αλλά να μην είναι ορατή. Και κάποια στιγμή να φεύγει από καρδιακό, χωρίς να ταλαιπωρεί και χωρίς να ταλαιπωρείται…» Ο φόβος της φθοράς υπάρχει ανεπαίσθητα σπαρμένος σε όλο το βιβλίο είτε σαν αρρώστια ή καρκίνος, είτε σαν θάνατος συγγενών, γνωστών, φίλων, συγγραφέων, είτε σαν φόβος άνοιας και Alzheimer, είτε σαν γήρας και απώλεια της σεξουαλικότητας. Η –πολλάκις σαρκαστική- αναφορά σε γιατρούς που πέθαναν ή σε ανθρώπους που πίστευαν στην υγιεινή διατροφή σαν τρόπο ζωής και αρρώστησαν λειτουργεί κάτι σαν παρηγοριά στο εσωτερικό τοπίο του οδοντίατρου. Και μέσα στην όλη παραζάλη δεν ξεφεύγουν σχολιασμοί για τον γάμο, τα παιδιά, για εξωσυζυγικές σχέσεις, παιδικές μνήμες, πολιτικές αναλύσεις, τους αγαπημένους συγγραφείς. Η μόνη επίσκεψη που μέσα στη βαριά του αθυμία τον συγκίνησε ήταν αυτή ενός ιερέα, παλιού του συμμαθητή. Βρήκε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί του για θέματα πίστης, για το θαύμα, για τη θρησκεία και την Εκκλησία, όλα μέσα από μνήμες κοινών γνωστών.

Χαρακτηριστική είναι η στάση του οδοντίατρου για τους γιατρούς. Στις δύσκολες μέρες της νοσηλείας του θυμήθηκε γιατρούς που έπαθαν καρκίνο ή πέθαναν από έμφραγμα ή είναι κυνηγοί-αρπακτικά θηλυκών ή ποιητές-ψώνια. Μόνο ο δικός του γιατρός-ουρολόγος είναι ο καλύτερος…!

Το βιβλίο διαβάζεται «μονορούφι». Ελλοχεύει πάντα ο «κίνδυνος» να μη γίνει αντιληπτό από τον αναγνώστη το δεύτερο επίπεδο της αφήγησης, όλο το θέατρο σκιών που εισβάλλει στο δωμάτιο-υποσυνείδητο του καρκινοπαθούς οδοντίατρου, και γίνεται αφορμή να φέρει στο συνειδητό και να υπενθυμίσει το φθαρτό της ύπαρξης, γεγονός που ο ίδιος (όπως και όλοι μας) θέλει να απωθήσει, γιατί δεν είναι εύκολο να το ξεπεράσει. Είναι κι αυτό (η επαναφορά απωθημένων σκέψεων) ένα από τα συμπτώματα του καρκίνου που ξεχνάμε να καταγράψουμε εμείς οι γιατροί στα ιστορικά των ασθενών μας, ίσως κρίνοντες εξ ιδίων…

Από το Χαράλαμπο Ανδρεάδη, Παθολόγο Ογκολόγο, ΑΝΘ “Θεαγένειο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Newsletter

footer

Όροι Χρήσης

Κλινικές μελέτες ΕΟΠΕ

copyrights HTML